Ο λόγος για το “Nowhere” (1990), το οποίο αν και δε γνώρισε την επιτυχία που πραγματικά του άξιζε, βρέθηκε μεταξύ άλλων στις λίστες με τα καλύτερα albums που έχουν ποτέ ηχογραφηθεί.
Το “Nowhere”, παρέα με το “Loveless” των My Bloody Valentine, που κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη χρονιά, αλλά και το εξαιρετικό “Souvlaki” των Slowdive του 1992, όρισαν το μουσικό genre που αποκαλούμε shoegaze rock. Χωρίς να θυσιάζει τη μελωδία στο βωμό του feedback και του distortion, η πρώτη δουλειά των Ride κατάφερε να ξεπεράσει τα συνθετικά κλισέ της μουσικής βιομηχανίας της εποχής δίνοντας μια νέα, φρέσκια πνοή στον βρετανικό ήχο. Αν και οι μετέπειτα -λιγότερο επικίνδυνες- δισκογραφικές δουλειές τους προσπάθησαν να κλέψουν λίγο από τη δόξα του brit pop των mid 90’s, το “Nowhere” ήταν το album που τους καθιέρωσε ως μια από τις πιο σημαντικές μπάντες του νησιού. Η άτυχη επιλογή τους να ακολουθήσουν τις τάσεις της τότε mainstream μουσικής, καθώς και οι έντονες διαφορές ανάμεσα στα μέλη της μπάντας , οδήγησε και στην διάλυση τους το 1996.
Το “Nowhere” στην πραγματικότητα, αν και έκανε μεγάλη εντύπωση στην πατρίδα του, απέκτησε ισχυρό -σχεδόν cult- status πολλά χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Όταν η grunge τρέλα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ξεκίνησε να φθίνει, ο μουσικός κόσμος άρχισε να ψάχνεται λίγο παραπάνω με τις βρετανικές μουσικές ανακαλύπτοντας διαχρονικά διαμαντάκια όπως αυτό. Αν και η ιστορία για τους Ride είχε πλέον τελειώσει, η φήμη τους συνέχισε να τους κρατά μακριά από την λήθη. Η αναγέννηση του shoegaze rock στις αρχές των 00’s, βάζει τις μουσικές των Ride του πρώτου δίσκου (παρέα μ’ αυτές των Stone Roses και των Jesus & Mary Chain) στην κορυφή των επιρροών του, συμβάλλοντας θετικά στην υστεροφημία τους.
Όπως κατά καιρούς έχει δηλώσει και ο Andy Bell, ο ήχος του “Nowhere” βασίστηκε πολύ στις μουσικές των Sonic Youth, αλλά και σε album όπως τα “Perfect Prescription” των ψυχεδελικών Spacemen 3 , το “Disintegration” των Cure, καθώς και του “The Queen Is Dead” των Smiths. Πέρα από το συγκλονιστικό “Seagull” που ανοίγει το album, τα υπόλοιπα εφτά κομμάτια, που συμπληρώνουν την αρχική version του “Nowhere”, ακούγονται το ίδιο εντυπωσιακά ακόμη και σήμερα. Η μελωδική γραμμή του “In a Different Place” είναι από άλλο κόσμο, ενώ το “Decay” δε σταμάτησε ποτέ να είναι καθηλωτικό. Η μπασογραμμή και τα απόκοσμα φωνητικά στο τέλος του “Paralysed” καταλήγουν σε ένα μαγικό jam-άρισμα. Και φυσικά υπάρχει και το “Vapour Trail” που λειτούργησε σημαντικά στο να κερδίσουν τα βλέμματα. Αν και προσπάθησαν να επαναλάβουν την συνταγή θόρυβος/μελωδία και στις επόμενες δουλειές τους, η ένταση του “Nowhere” ήταν και θα είναι αξεπέραστη.