Μια σχετικά πρόσφατη μπάντα από τη Νέα Υόρκη, που σχηματίστηκε το 2011 ως side project του τραγουδιστή Patrick Kindlon, με πέντε άλμπουμ στη φαρέτρα της, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος, και άφθονα ΕΡ και singles. Το κουιντέτο δείχνει να ανεβαίνει σε δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια, καθώς ολοένα και περισσότερος κόσμος πιπιλίζει το όνομα τους, ιδίως όσοι καταπιάνονται με τον χώρο του σύγχρονου hardcore.
Η συνήθης προσέγγιση των απανταχού υποστηρικτών της μπάντας είναι ότι τους θυμίζει τις πάλαι ποτέ κραταιές μπάντες του Seattle στη δεκαετία του ΄90, το αλλιώς επονομαζόμενο “grunge”, πράγμα που δεν με βρίσκει ακριβώς σύμφωνο, αλλά έχει μια λογική βάση. Οι Drug Church αποφάσισαν σε κάποια στιγμή της 13χρονης πορείας τους να αλλάξουν την ροή του ήχου τους, προς τιμήν τους, και να εισάγουν στο σχέδιο κάποια στοιχεία εναλλακτικού rock, τουτέστιν σε πολλά σημεία θυμήθηκα τους φανταστικούς Violent Soho, και τους αδικημένους Failure, πράγμα που συνεπάγεται ότι κάπου εκεί μέσα υπάρχουν κάποιες δευτερογενείς αναφορές σε μπάντες όπως οι Nirvana, Smashing Pumpkins, Pixies, επεξεργασμένες, ώστε να χωρούν στον κατά τα άλλα hardcore ήχο τους. Ιδίως σε σημεία άκουσα riff ξεπατικωμένα από τους Αυστραλούς Violent Soho, που είναι κατά τι μεγαλύτεροι από τους Drug Church.
Από την άλλη, υπάρχει το hXc στοιχείο που προσεγγίζει τον ήχο μπαντών όπως οι Καναδοί Alexisonfire, οι συντοπίτες των DC, Snapcase, οι Hot Water Music κ.α. Ο Kindlon ακούγεται σαν το μικρό punk rock αδερφάκι του Tommy Victor των Prong και σαν τις σκληρές στιγμές του Jaz Coleman των Killing Joke, καθώς και σαν τον George Petitt των Alexisonfire, απλά φαίνεται να το διασκεδάζει περισσότερο από τους προαναφερθέντες, δεδομένου του ότι τα τραγούδια έχουν ένα ματζόρε punk rock, πρόσημο που τα κάνει ευκολόπιοτα, σαν μπίρα το Σαββατόβραδο. Εξάλλου, και το αντικείμενο των τραγουδιών είναι πολλές φορές από σκωπτικό έως γελοίο, όπως φερ’ειπείν στο “Business Ethics”, όπου αναφέρει ότι ο ξάδερφος του βγήκε για να βρει λεφτά για χασίς και κατέληξε στον τομέα των οικονομικών. Ωστόσο, η φωνή του Kindlon είναι και αυτή που κάνει ορισμένες το σύνολο να χωλαίνει, καθώς έχει συγκεκριμένες δυνατότητες.
Πέραν των παραπάνω, ένας άκρως διασκεδαστικός δίσκος, που δεν απέχει πολύ από τον προηγούμενο, αλλά πετυχαίνει αρκετά, και πείθει τον ακροατή να τους δει ζωντανά, αν υπάρξει τέτοια ευκαιρία ποτέ.