Η τρίτη ημέρα του Release, είχε στόχο μία υπόσχεση, για την πιο καυτή, γεμάτη χορό, βραδιά του φεστιβάλ. Tην κατάφερε. Τέσσερα σημαντικά acts, με τον El Siciliano να προθερμαίνει τα decks, τoν Kevin De Vries να μας εισχωρεί ακόμη πιο βαθιά στην ηλεκτρονική μουσική διάσταση που ενισχύεται στα visuals και τους Artbat, να προσφέρουν ένα οπτικοακουστικό show, καθώς θα οδεύουμε προς την final εμφάνιση, του Parov Stelar και της ανανεωμένης μπάντας του. Ένα δροσερό αεράκι φυσάει σαν σύμμαχος μας απέναντι στη ζέστη του φετινού Ιούνη, μία παγωμένη coca-cola θα μας προσφερθεί για το καλωσόρισμα, κατά την είσοδό μας.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Έλενα Θεοδωροπούλου (πλήρες photo report εδώ)
El Siciliano
Η ώρα είναι 18:00 και ο El Siciliano έχει ήδη πιάσει το πόστο του. Μελωδίες γνωστές στο ευρύ κοινό, “Billie Jean” και “Αnother Brick In The Wall” (“We Don’t Need”), σε παραλλαγή και mix-αρισμένες, είναι το υλικό που τον απασχολεί. Φαίνεται ορεξάτος και με το χαμόγελό του, θα παρασύρει τον κόσμο που καταφθάνει σιγά-σιγά, να σταθεί κοντά του στο stage και να αψηφήσει τον ήλιο που βρίσκεται ακόμη στα φόρτε του. “I will survive”, “Deeper Love”, “Feeling”, επιβεβαιώνουν την αγάπη που τρέφει για την disco.
Kevin De Vries
Με ενός δευτερολέπτου κενό, για την έμφαση της αλλαγής στα decks, ο Kevin De Vries, εισχωρεί σε πιο δυναμικούς και μυστήριους ρυθμούς, με ανεβασμένα τα μπάσα και την αίσθησή μου, να αντιλαμβάνεται πιο σφιχτά δομημένες εκτελέσεις. Ενώ κατά μέρη πριονίζει, το ισορροπεί ταυτόχρονα, με αρμονικές μελωδίες και γυναικεία φωνητικά. Το video projection άρτιο, σαν λειτούργημα, επιδρά συνειδητά, στην αφομοίωση των συχνοτήτων. Γραμμικά ασπρόμαυρα σχήματα, σταδιακά χρωματίζονται, γίνονται σώματα, αναπτύσσονται και αποδομούνται. Οι “Dimensions” απλώνονται σε tech house ύφος και μας προτείνουν να τις βρούμε, ”bring the beat back”, χορεύοντας. “Bohemia” (από Marcel Vautier), το τραγούδι που φέρνει το καλοκαίρι στο νου μου και θα το κρατήσω στις λίστες μου, “Consiousness”, κατά το κλείσιμο, παιχνιδιάρικα κάνει λόγο για την ύπαρξη. “Music Is The Answer”.
Artbat
To ρολόι δείχνει 21:00, και την σκυτάλη θα αναλάβουν οι Artbat, με αλλαγή που κατεβάζει τους χρόνους στα beats, ώστε να δώσουν χώρο στον ηχητικό, μετασχηματισμό της μετάδοσης, που θα τα διαδεχθεί. Οι αγκαλιές που ανταλλάζουν μεταξύ τους, εμπνέουν επικοινωνία και σεβασμό. Ένα μπαλόνι-δελφίνι, που κολυμπά στον ουρανό, παρακινούμενο από τις πρώτες σειρές του κόσμου, προσθέτει γούστο. “Τalk To Me”, οι χτύποι δημιουργούν παλμό και μαζί με το ύφος των στίχων, βρίσκουν στόχο και νιώθω όντως, να με διαπερνούν. Με techno μουσικές, προσωπικά, δύσκολα μου συμβαίνει.
Τα εφέ κοκκινίζουν, τα graphics συνεχίζουν να πλαισιώνουν τον ήχο, ανεβάζοντας κι άλλο τον σχεδιαστικό πήχη και εισχωρώντας στις οθόνες προβολής του Release. Τα χρώματα της δύσης του ηλίου, καταλήγουν σε εικόνα από εξαερισμό, με πολύ ενδιαφέρον τρόπο. Απρόσωπες, πλεγμένες νευρώσεις, σχηματίζουν ανθρώπινες μορφές. Σκαλοπάτια από φωτεινά panel κρέμονται από την οροφή, έπειτα σχηματίζουν διαδρόμους που προσδίδουν βάθος στο video wall, φωτίζουν τούνελ, σπασμένες πλάκες πεζοδρομίων, χωμάτινες εκτάσεις. Τα κάδρα μαγεύουν και κρίνονται απαραίτητα, στην ταύτιση με τον ηλεκτρονικό ήχο. “God Is A Dj” λαμβάνω από τα ηχεία και ένα remix του “What Else Is There?” των Rοyksopp που αγαπώ, δίνει πάσα στο “Return To Oz”, των Monolink. Η Πλατεία Νερού έχει γεμίσει και πάλλεται. Το “Hypercolour”, με τσιμπάει να το αναζητήσω, το “For A Feeling” μου βάζει σκέψεις. Αν πετύχει αυτή η σύνδεση, να νιώσεις δηλαδή, η φάση αξίζει. Όσο πιο συχνά συμβαίνει, τόσο πιο καλά βέβαια και τόσο πιο πολύ.
Parov Stelar
Η σκηνή στήνεται για να υποδεχθεί τα όργανα και την κονσόλα του headliner της βραδιάς, Parov Stelar. Τις άκρες της, θα πιάσουν τα τύμπανα μαζί με την κιθάρα (που ανταλλάσσεται με το μπάσο), ενώ απέναντί τους, θα τοποθετηθούν τα πολύτιμα πνευστά. «Αθήνα, τι κάνεις; Όλα καλά;» ακούμε από τα χείλη του Lee Anduze, “Lights Off” για το ξεκίνημα, η φωνή πηγάζει από τα rhythm soul, σε αντίθεση με την disco beat ακουστική. Η είσοδος της Elena Κarafizi, σηματοδοτεί το party. Γεμάτη κέφι, σε συνδυασμό με τον Anduze, ανεβοκατεβαίνουν το stage ασταμάτητοι, χορεύοντας και ερμηνεύοντας. Παίρνουν φωτογραφικές πόζες στο έντονο κόκκινο που κυριαρχεί στο οριζόντιο πλάνο, από τα 60’s το καρέ, απλά υπέροχο. Η στιγμή για το “Catgroove” έφτασε, καθώς το electro swing στοιχείο, κυριεύει το live act. O Parov το απολαμβάνει να δομεί τις βάσεις, μαεστρικά συμπεριφέρεται και στο tempo, τα «μπιστάει». “Cuba Libre” η λατινογενής συμπάθεια που εκτονώνει το χορό, όταν ζωντανά, το ορχηστρικό “Berlin Shuffle”, λαμβάνει extra συναισθηματική φόρτιση.
“Gringo” για να γίνει χαμός, “The Burning Spider” με τις blues πινελιές του (δώσε μας λίγη ακόμη εισαγωγή από τα solo drums), “Grandpa’s Groove” και “The Mojo Radio Gang” για το απόλυτο groove in action. H μπάντα παίρνει σηκωτό τον Marc Osterer, που έπειτα από ένα ατύχημα που είχε σε μία πτήση, ενώ το αλεξίπτωτο άνοιξε, ο ίδιος έσπασε τον αστράγαλό του, μα δεν τον πτόησε να χάσει την συναυλία, ‘’A concert is always better with a trumpet’’, μας εξηγεί κατά την επιστροφή τους για το encore. ‘’Shall we keep it going’’ η ερώτηση, που δεν έχει άλλη απάντηση, από το ζητοκραύγασμα του κόσμου και το “All NIght” breakbeat-άρει. “Mambo Rap”, και τα χέρια κυματίζουν στον αέρα. Μία παρεμβολή από το “Sweet Dreams” θα προσεγγίσει το “The Sun”, σε μία εκδοχή, λίγο πιο cool-αριστή και που για πρώτη φορά δοκιμάζεται στο ‘’Venom Tour’’.
Η αυλαία θα κλείσει με τον Parov να μας ευχαριστεί (η καριέρα του οφείλει την επιτυχία της κατά έναν μεγάλο βαθμό στη χώρα μας). «Πολλοί μας είπαν τι να κάνουμε και τι δεν πρέπει να κάνουμε. Τώρα όμως, είμαστε εδώ και θα κάνουμε αυτό ακριβώς, που εμείς θέλουμε», στα λόγια του. Ο El Siciliano (που του έχει σώσει τη ζωή), επιστρέφει στα decks, για να σφυρίξει σε επανάληψη, το μήνυμα του “Another Brick In The Wall”, ‘’we don’ t need no education’’. Ανατριχιάζω. Η έξοδος μετά μουσικής, αρπάζει από το feeling που μας δόθηκε στην αρχή. Ένα μίνι παράπονο το βγάζω στη συνέχεια, εφόσον προτιμώ τα scratch-αριστά, όπως και τα πιο μελωδικά του κομμάτια (σε αντίθεση με το ευρύ κοινό), οπότε, ναι, μου έλειψαν διάφορα ακούσματα, μα θα εστιάσω στην απουσία του “The Princess” και του “Voodoo Engine”. Το προσωπικό μου «θέλω» και γούστο όμως δεν έχει καμία σημασία, ο Parov έδωσε αυτό που τον καταξίωσε και έχει ζήτηση, ο κόσμος ανταποκρίθηκε με ζήλο και έφυγε καταευχαριστημένος.