Όταν η αισθητική, η έμπνευση, το ταλέντο και η κριτική ικανότητα δημιουργούν, το αποτέλεσμα στέκει μαχητικά και τόσο απελευθερωτικά προς τα μουσικά εκφραστικά επίπεδα, που η δύναμη, μέσω της οποίας γίνεται φανερή στο νου η διάκριση, αρκεί να αναπτυχθεί για να θεριεύσει.
Η 32χρονη πλέον Erez, από τη φύση της επιβλητική μορφή/περσόνα, δεν μπορεί παρά να αποτελεί ήδη, ένα ζωντανό παράδειγμα σύγχρονης τέχνης, άξιο να παράγει έργο, όπως και ντόρο. Με έναν ιδιαίτερο, τελείως προσωπικά δομημένο τρόπο μουσικής παρόρμησης και εκτέλεσης, κάνει τη διαφορά στο ανεξάρτητο, πολιτικοποιημένο, με τόνους από την RnB, ενίοτε πολυοργανικό, sample-based hip-hop μουσικό τομέα/στερέωμα. ”Ι don’t know what really, really happens at the end of the road but my trip is mad, I ain’t finished, I got loads” (“You So Done”).
Το εναρκτήριο 10 δευτερολέπτων “KDT”, περιέχει μια γεύση από τη φωνή της μητέρας της, ώστε η σύνδεση των γενεών που συμβάλλουν στην πραγματικότητα που βιώνουμε και η σχέση της με την Erez, να μείνει καταχωρημένη μέσω της ηχογράφησης, για πάντα. «Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσαμε να μάθουμε από τους μεγαλύτερους, αυτό βέβαια ισχύει και αντίστροφα», φαίνεται να έχει δηλώσει για αυτήν της την επιλογή, προβάλλοντας την πίστη της στη συνεργασία. Γεννημένη μέσα στις αντιθέσεις, κατακρίνεται για το ντεμπούτο album της (από το Ministry Of Culture), ενώ ταυτόχρονα, προσκαλείται να δώσει παράσταση για την Ολυμπιακή Ομάδα του Ισραήλ. Είναι τολμηρή, έντονη, ασταμάτητη, ευφυής, classy, αντισυμβατική και άκρως γοητευτική.
Μέσα από τις πολυδομημένες συνθέσεις της και τα εναλασσόμενα “Bark Loud”, αισθαντικά τραγουδίσματα, η συγκροτημένη και μοναδική, χορευτική κίνηση που επιλέγει να συμπεριλαμβάνει, εκτοξεύει τη σκηνική της παρουσία στα must see. Με κύριο συνεργάτη της τον ROUSSO, τα credits ξεπερνιούνται στο “Views”, όταν κάποιοι άλλοι τα εξαγοράζουν. Κομμάτι, παρεμπιπτόντως, που θα μπορούσε να αποτελεί τη λαμπρή συνέχεια του “Clint Eastwood” των Gorillaz, θαρρώ.
Το “Story” ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι στην επιτυχημένη συνταγή, ”so anxiously conscious… I have to compensate with size”. Εξασφαλίζοντας τον γήινο κρότο αλλά και τον βιομηχανικό παράγοντα, μέσα από την τεχνολογία και την τεχνογνωσία, θα σε βγάλει εύκολα “Knockout”, καθώς η εμπειρία προσλαμβάνει την ιδιότητα του ”know how” σε μέθοδο, εφαρμογή και παραγωγή. ”Bring Back The Noise” (“No News On TV”) και “Fire Kites”,”we don’t need bombs (Yeah!)’, ωμά και σταθερά, συνεχίζει απροκάλυπτα. Ωστόσο, το “Candyman”, με υποκεφαλίδα ”Kids these days”, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Διαθέτει ένα πανέξυπνο intro, υπνωτικό, όπου τα synths, φλερτάρουν με ρυθμούς της Ανατολής, ώσπου να σβήσουν, μέσα στο παραλήρημα της μουσικής και το παραμιλητό των αναπτυξιακών μοντέλων. Όπως η καραμέλα ενοχοποιεί το λεμόνι.
Ένας δίσκος που καλύπτει μία εντελώς παραγωγική, καλλιεργημένη, τεχνικά και μουσικά θέση, μία εκλεπτυσμένη προσπάθεια που λειτουργεί ως καυστική στάση ζωής και κοινωνικοπολιτική κριτική με ήχο, παρέχοντας όρεξη για χορό και δικαιοσύνη.