Η συνεχής δισκογραφία των Foo Fighters, είναι και ένας απ’ τους λόγους που η κιθαριστική μουσική έχει ακόμη θέση στα -σχεδόν- αδιάφορα mainstream charts. Ο Dave Grohl και η παρέα του, παραμένουν επί σειρά ετών μια από τις λίγες μπάντες που κράτησαν σταθερή πορεία χωρίς να αλλάξουν στιγμή την κατεύθυνση του ήχου τους. Με σύντροφο τους την τεράστια αγάπη των οπαδών τους, συνεχίζουν ακάθεκτοι την πορεία τους στο alt-rock stardom.
Το πρόσφατο Medicine At Midnight δείχνει να έχει καλύτερη τύχη από τις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες τους. Έχει μια πιο feelgood διάθεση απ’ τα πρώτα ακόρντα, φλερτάρει έντονα με πιο groovy -τύπου Bowie- συνταγές, χωρίς φυσικά να λείπει το χάρισμα της μελωδίας και του ρυθμού. Ξεκλέβοντας με στυλ στοιχεία απ΄τις μουσικές των 80’s, αποκτούν σφυγμό και ενδιαφέρον, παρουσιάζοντάς μας μια νέα εκδοχή του εαυτού τους. Δυστυχώς όμως, αυτό από μόνο του δεν αρκεί.
Το Medicine At Midnight, αν και έχει αρκετά ελκυστικό περιτύλιγμα και όμορφα συστατικά, δεν είναι από τα album που θα σε κρατήσουν. Για ένα παράξενο λόγο, ενώ έχει κάποια όμορφα singles (Shame Shame, No Son Of Mine, Making A Fire) και μια έντονη χορευτική διάθεση απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, παρά τη μικρή διάρκεια του (μόλις 36 λεπτά) δεν έχει το σφυγμό που χρειάζεται μια κυκλοφορία για να αντέξει στον χρόνο. Παρά τις καλές τους προθέσεις, το εγχείρημα να δώσουν έναν νέο αέρα στις μουσικές τους, ενώ μια έμπνευση την έχει, στερείται ουσίας. Με λίγα λόγια, η νέα τους δουλειά, μπαίνει στην κατηγορία των album που απευθύνονται κυρίως στους fans της μπάντας, οι οποίοι μάλλον θα το αγαπήσουν. Οι υπόλοιποι, δεν θα χάσουν και τίποτα.
Αν και οι Foo Fighters είναι από τα group που από συνήθεια συμπαθείς, τα τελευταία χρόνια δείχνουν να έχουν χάσει τη ζωντάνια τους. Απ΄την άλλη, η εμπορικότητα τους μέσω των συμπαθητικών singles που κατά καιρούς κυκλοφορούν τους κρατάει ακόμη στην κορυφή του είδους. Μόνο και μόνο γι΄αυτό, δεν τους κρατάμε κακία.