O ηθικός πανικός των Nothing But Thieves, μοιάζει πιο επίκαιρος από ποτέ. Παρά το γεγονός, ότι το άλμπουμ γράφτηκε αρκετά πρωτύτερα της εμφάνισης της πανδημίας και του εγκλεισμού, τόσο ο τίτλος, όσο και πολλά κομμάτια του δίσκου ενσαρκώνουν με τρομερή γλαφυρότητα τη φρενήρη εποχή που διανύουμε. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2020, υπό το label της Sony UK με τον Mike Crossey να βρίσκεται στα ηνία της παραγωγής του.
Αν και οι Νοthing But Thieves, αντιπροσώπευαν πάντοτε μία μπάντα που κατείχε κρυμμένους άσσους κάτω απ’ το μανίκι, η νέα τους δημιουργία εκτείνεται στην εδραίωση της ηχητικής τους ταυτότητας, αυτή την pop, alt-rock αισθητική που έχουμε συνηθίσει γεμάτη δυναμισμό και αντιθέσεις.
Μέσα από μια δυναμική και μεστή αρχή, η οποία πραγματοποιείται με το Unperson, ερχόμαστε σε επαφή με fuzzy μπασογραμμές και synths, τα οποία καλλιεργούν μια industrial ατμόσφαιρα, που παγιώνεται σε ολόκληρο το δίσκο. Το “Is Everybody Going Crazy?” παντρεύει δυναμικά τον ειρωνικό σαρκασμό της ερώτησης με την ένταση της κιθάρας και της φωνής του Conor, ο οποίος σε ένα ακόμη πόνημα προβάρει και προβάλλει τις φωνητικές του διακυμάνσεις, σε ένα γεμάτο φάσμα. Το κομμάτι ασχολείται με ένα θέμα που διαπερνά μεγάλο μέρος του άλμπουμ – έναν φόβο κοινωνικής κατάρρευσης ή υστερίας, μερικές φορές θυμωμένο, μερικές φορές απελπισμένο. Η γλυκύτητα και ο συναισθηματισμός προωθούνται μέσα από το “Real Love Song” που όντως μοιάζει σαν να έχει δημιουργηθεί για την αληθινή αγάπη, αφού στο σύνολό του κατορθώνει να εντείνει συγκινήσεις και αισθήσεις. Το ομώνυμο κομμάτι, βυθίζεται σε μια trip hop πειραματική σύνθεση φωνής και ρυθμού ενώ το “Phobia” ηχεί στην αρχή σαν ένας υποσυνείδητος ψίθυρος, έως ότου μετατραπεί σε ένα σύγχρονο alternative rock ξέσπασμα, με έκδηλες επιρροές από Muse. Είναι αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός, πως μέσω αυτού του δίσκου, θίγονται ευαίσθητα κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα την πιο κατάλληλη στιγμή, κάτι που καθιστά την ακρόασή του ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.
Οι Nothing But Thieves, έχουν βρει την δική τους διαδρομή μέσα στο σύγχρονο μουσικό πλάνο, τολμώντας κάθε φορά να διασπείρουν τον στιβαρό ήχο τους, αναμεμειγμένο με πιασάρικους πειραματισμούς και συναισθηματικά φορτισμένους στίχους και φωνητικά που στο σύνολό τους, παρουσιάζουν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα.
Το τρίτο studio άλμπουμ τους, σίγουρα ενσαρκώνει την εξέλιξη της πορείας των Βρετανών, μέσα σε μια πολυσχιδή μουσική σκηνή στην οποία έχουν ενίοτε ξεχωρίσει, προσκαλώντας μας να προσεγγίσουμε όλο και περισσότερο τη δική τους πραγματικότητα.