Το να διαλέξει κανείς το αγαπημένο του album από τη δισκογραφία των (the) Cure δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Ρωτήσαμε λοιπόν 4 συντάκτες μας, αλλά και έναν guest, να μας μιλήσουν για την αγαπημένη τους δισκογραφική στιγμή της παρέας του Robert Smith.
Pornography (1982) για τη Λουίζα Σολομών-Πάντα

Γυρίζουμε τον χρόνο πίσω, κάπου στα early 80’s και σε μία περίοδο κατά την οποία ένα μεγάλο κομμάτι της πρώτης γενιάς της βρετανικής ψυχεδελικής σκηνής των late 60’s, ποθεί την αναβίωση. Κι ενώ η ξεγνοιασιά και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας επιθυμούν να διοχετευτούν και πάλι στην ατμόσφαιρα, έρχεται να βαδίσει σε παράλληλο έδαφος, ή ακόμη καλύτερα, να ανατινάξει το γόνιμο σκηνικό αυτού, το τέταρτο album των Βρετανών The Cure “Pornography”, που κυκλοφορεί στις 4 Μαΐου του 1982, από την Fiction Records, με παραγωγό τον Phil Thornalley. Ποιος ήταν όμως έτοιμος να παρασυρθεί από τα ρευματώδη νερά αυτής της τόσο μοναχικής και φαινομενικά επικίνδυνης, δύσβατης έλευσης; Βουτηγμένο στο σκοτάδι, το ατμοσφαιρικό, μυσταγωγικό, εφιαλτικό και κολασμένο αυτό ψυχεδελικό post-punk αριστούργημα, εξασφαλίζει δικαιωματικά μία θέση στον Άδη. Αποτελούμενο από 8 tracks, το “Pornography”, ανακηρύσσεται σε ένα από τα σκοτεινότερα, πιο gloom και doom album που έχουν γραφτεί στην ιστορία της μουσικής. Συμβαδίζοντας με την ζοφερή και σκοτεινή πραγματικότητα των μελών της μπάντας, αυτό το επαναστατικό goth, εμπνευστικό μανιφέστο ρεαλισμού κι ωμότητας, δε θα μπορούσε παρά να μπηχτεί για τα καλά στο πετσί μας.
Μέσα σε ένα κλίμα απελπισίας, παράνοιας, θνησιμότητας κι ατερμόνων υπαρξιακών ερωτήσεων, τα σπαρακτικά κομμάτια του album με αγαπημένα μου εξ΄αυτών τα “One Hundred Years”, “The Figureheads”, “The Hanging Garden” και “Cold”, έχουν βαλθεί να φάνε τα σωθικά μας. Η φωνή τρεμοπαίζει και στοιχειώνει. Τα drums εξαγριώνονται, βρίσκονται σε εγρήγορση, οι κιθάρες χαώνουν. Η επίκληση στον θάνατο δίνει τη θέση της στην ερωτική απόγνωση και οι μέρες γίνονται όλο πιο σκοτεινές, όλο πιο δυσοίωνες, φλερτάρουν όλο και πιο πολύ με το τέλος. Το “Pornography”, κάνει την εμφάνισή του ακριβώς την περίοδο εκείνη που ο Robert Smith δήλωνε πως είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους: εκείνον της αυτοκτονίας κι εκείνον της ηχογράφησης ενός album. Η κατάθλιψη, τα ναρκωτικά και οι τσακωμοί μεταξύ των μελών, αποτελούν πηγή αυτής της δυστοπικής δημιουργίας, με τους Cure να καταναλώνουν αλκοόλ και LSD, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που κοιμόντουσαν στο γραφείο της δισκογραφικής τους προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα.
Το “Pornography” δε θα μπορούσε παρά να κατέχει μία κομβική θέση στην ιστορία των Cure. Κι αυτό διότι κατά το πέρας της κυκλοφορίας του, το σκοτάδι έρχεται να δώσει τη θέση του σε μία περίοδο ανανέωσης κι ανάκαμψης, σε ένα “new, golden era”, εκεί όπου τα hits αρχίζουν δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους, και οι Cure να γίνονται πιο “radio friendly”, από την κυκλοφορία του πέμπτου album “The Top” που διαδέχθηκε το “Pornography”, κι έπειτα.
Wish (1992) για την Έφη Καραμούσαλη

Το τέλος της χρυσής δεκαετίας αλλά παράλληλα η αρχή των πάντων όσον αφορά την prog/alt σκηνή της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα, δημιουργικά διαστήματα στα οποία βασίστηκαν οι The Cure, για την εγκαθίδρυση τους ως μια πιο σύγχρονη εναλλακτική μορφή στο international στερέωμα. Το 1992 , το “Wish”, εμφανίζεται για να αλλάξει την καλλιτεχνική νοοτροπία κάθε καλλιτέχνη/μπάντα των golden 80’s, που όχι μόνο συνήθιζε στην αποφυγή του πρωτοποριακού ήχου αλλά επέμενε στην κλασσική glam disco λούπα, με αποτελεσμα την καθυστέρησh της οποιαδήποτε εξέλιξης .
Oι The Cure, αφού στροβίλισαν με τις ακραία, μουσικά πειραματικές τους περιπτύξεις ολόκληρο τον πλανήτη, χαρίζοντας γενναιόδωρες δόσεις μιας μεταγενέστερης soft goth/alt αντίληψης σε αυτόν, μέσα από εξαιρετικούς δίσκους όπως “Faith”, “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me” και φυσικά “Pornography”, επέστρεψαν με το “Wish”, και μπορώ με βεβαιότητα να αναφέρω πως αποτελεί το απόλυτο δείγμα ενός εξελικτικού δίσκου, διαφοροποιημένος από τους προηγουμένους, δίχως όμως να χάνει τα post/new wave elements. ένα ολοκληρωμένο πόνημα με σαφή dark προσεγγίσεις καθώς επίσης με απαστράπτουσες ηχητικές αστερόσκονες , με τα πατίνια να πραγματοποιούν μια θύελλά από αστέρια, από τα οποία σίγουρα προκύπτει μια ευχη. Δομή, σαφήνεια, συνοχή και δόσεις ψυχεδελικής αισθητικής μέσα σε αυτόν τον φαινομενικά σκοτεινό ήχο που τους χαρακτηρίζει, είναι χαρακτηριστικά που αποδίδονται εάν παρατηρήσει κανείς την αριστοτεχνικά έξυπνη κατάταξη των κομματιών, με το “Open” να αποτελεί την αφετηρία σε μια καλαίσθητη μουσική πρωτοπορία, καθώς επίσης με το “Εnd” να αποσπά τις καλύτερες εντυπώσεις ρίχνοντας την αυλαία με την θριαμβευτική του σύνθεση.
Εάν το “Friday I’m In love” αποτέλεσε μια από τις εμπορικότερες μουσικές υπάρξεις, προσωπικά θα εστιάσω στην σχεδόν οχταλεπτη μουσική εφεύρεση, στο “From The Edge of The Deep Green Sea”, αποτελούμενο από μια στιχουργική μαγεία που υπόσχεται παντοτινή στήριξη, απορρίπτοντας το ενδεχόμενο να αποχαιρετήσει τον άνθρωπο που θέλησε να πιστέψει σε αυτόν, μια ωδή στην αγάπη που θα σε καταστρέψει αφανίζοντας όλα εκείνα που υπήρξαν μέσα σου, μια επίκληση στην συναισθηματική κόπωση όταν αντιληφθείς πως ο φαύλος κύκλος δεν θα πάψει να κυλά γύρω από όλα αυτά που σε καταστρέφουν γλυκά.
Tο “Wish”, στάθηκε με σθένος και κατάφερε να αναζωπυρώσει το περίφημο revival των 80’s δίχως όμως να βασίζεται στα δεδομένα που είχαν θεμελιωθεί μία δεκαετία πριν. Η εξέλιξη ήταν πρωτοφανής και κανένας δεν υπήρξε ικανός να υποστηρίξει το αντίθετο.
Pornography (1982) για το Γιώργο Ξενικουδάκη

Νομίζεις ότι ξέρεις τι είναι σκοτάδι στη μουσική; Νομίζεις ότι τα ακούσματά σου σε έχουν μεταφέρει στα τρίσβαθα του ερέβους του ανθρώπινου ψυχισμού; Αν τα κύματα της απόγνωσης δεν σε ξέβρασαν στις όχθες του τέταρτου album των Cure, δεν ξέρεις τίποτε.
Οι Cure, γεννημένοι στα αποκαΐδια του punk και ταυτόχρονα γεννήτορες του dark wave, gothic και μύριων άλλων μουσικών υποειδών δεν ανήκαν ποτέ σε κανένα πραγματικά. Το τέρας που είχε δημιουργήσει η τριάδα των νεαρών από το Crawley με μπροστάρη τον Robert Smith έπνεε τα λοίσθια το 1982 με υπαίτιους την ξαφνική επιτυχία, τις καταχρήσεις από ναρκωτικά και αλκοόλ και τη μανιοκαταθλιπτική φύση των μελών του. Όλη λοιπόν αυτή η απόγνωση βγήκε, ως μόνη διέξοδος, στις ηχογραφήσεις του δίσκου.
“Δεν έχει σημασία αν πεθάνουμε όλοι. (Θα είμαστε απλά) φιλοδοξία στο πίσω μέρος ενός μαύρου αυτοκινήτου”. Έτσι ξεκινά η συλλογή των τραγουδιών με το “One Hundred Years” και συνεχίζει όλο και σκοτεινότερα με λυρικούς ύμνους όπως τα “The Figurehead” και “Cold”. Το ανώμαλο hit “The Hanging Garden” (No.34 στο Ηνωμένο Βασίλειο) δίνει εκτόνωση στις σκοτεινές σκέψεις του ευρύτερου ακροατηρίου. Το κλείσιμο, δε, γίνεται με το ομότιτλο και , κατά τη γνώμη μου, κορυφαίο και συνάμα τραγικότερο τραγούδι της μπάντας.
Τα τύμπανα ισορροπούν στη λεπίδα μεταξύ έξαψης και ολικής παραίτησης δίνοντας ένα σχεδόν σταθερό θανατερό ρυθμό. Το μπάσο, όπως πάντα στο group αποτελεί το σώμα των συνθέσεων κάνοντας τον ακροατή να κινηθεί, όχι σε χορευτικό ρυθμό αλλά μάλλον στον τελευταίο επιθανάτιο σπασμό. Οι δε κιθάρες πότε χρωματίζουν διακριτικά τις συνθέσεις και πότε πλέκουν λεπτεπίλεπτες πανέμορφες μελωδίες στο πνεύμα του Γάλλου ρομαντικού Erik Satie. Η φωνή του Smith είναι, για πρώτη φορά, τόσο σπαρακτική που κάνει τη δήλωση παραίτησης από οτιδήποτε το ζωτικό, προσωπική σου υπόθεση.
Το τέλος έρχεται με την ενστικτωδώς αισιόδοξη/απεγνωσμένη φράση “Πρέπει να πολεμήσω αυτή την αρρώστια. Να βρω μια θεραπεία (a cure)” τεκμηριώνοντας το όνομα της μπάντας και συνοψίζοντας το κίνητρό τους για δημιουργία. Δεν ξέρω αν το “Pornography” είναι το καλύτερο από τα πολλά αριστουργήματα των Cure. Ξέρω όμως πως είναι η πιστή αποτύπωση όλης της ψυχοσύνθεσής της που υποβόσκει ακόμα και κάτω από τα μελαγχολικά χαρούμενα hits που ακολούθησαν τη δεκαετία του ’80.
Seventeen Seconds (1980) για την Ευτυχία Διαμαντή

Στην Αγγλία των επαναστατικών φρονημάτων και των εσωτερικών ψυχικών και μη αναταραχών, βρέθηκαν και συνενώθηκαν όλες εκείνες οι ανήσυχες καλλιτεχνικές ψυχές με σκοπό την πραγμάτωση ενός μουσικού εγχειρήματος, που όχι μόνο έμελλε να επηρεάσει την καθημερινότητα του τότε, αλλά και να δημιουργήσει μνήμες οι οποίες τρυπώνουν με θράσος στη ζωή μας έως και σήμερα. Ένα τέτοιο παράδειγμα, αποτελούν οι Cure, που αρκετοί από εμάς που έχουν ευχηθεί ίσως και μανιωδώς να είχαν την τύχη να γεννηθούν λίγο νωρίτερα, σε μια άλλη εποχή, για να ρουφήξουν λίγη απ’ τη μαγεία της μουσικής τους. Έχουμε στήσει ήδη καρτέρι και τους περιμένουμε κρυφά στη γωνιά μας, οπλισμένοι με ατέρμονο ενθουσιασμό και αγωνία, για αυτή τη μέρα, που πλησιάζει, όταν οι ίδιοι θα μας αιφνιδιάσουν προκαλώντας μας να παραδοθούμε στη δίνη του ήχου τους.
Όντας κι εγώ λοιπόν, μία ανάμεσα σε αυτούς, θέλω να σας διηγηθώ όσο πιο μεστά και ολοκληρωμένα μπορώ τι έχω ξεχωρίσει σε αυτό το συγκρότημα, κι ακόμα περισσότερο στον ψυχικά ασταθή και απρόβλεπτο εκείνο frontman, τον Robert Smith, έναν άνθρωπο που ο χρόνος τον επηρεάζει με την αντίστροφη ροή, όσον αφορά τις φωνητικές του ικανότητες.
Έχουμε λοιπόν μια μπάντα, απαρτιζόμενη από ανήσυχες προσωπικότητες, με έντονους ρυθμούς ζωής, συχνές αλλαγές, και ενδογενή υπαρξιακά ζητήματα, κάτι που αντικατοπτρίζεται όλο και πιο έντονα στην πορεία των μουσικών τους δημιουργημάτων. Αν και σαφέστατα αναγνωρίζω την τόσο ισχυρή επιρροή του εμβληματικού τους άλμπουμ, Pornography, εκείνος ο πρόγονος που εγώ ξεχωρίζω, είναι αυτός που γεννήθηκε δύο μόλις χρόνια πριν, λίγο μετά την αντικατάσταση του Dempsey από τον Gallup και την προσθήκη του Hartley στη μπάντα. Είναι αυτά τα δεκαεπτά δευτερόλεπτα -και για του λόγου του αληθές τα τριάντα πέντε περίπου λεπτά- που σε ταξιδεύουν σε μια σκοτεινή και μυστηριώδη πλευρά της ανθρώπινης υπόστασης και σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν όντως μπορείς να υποστείς το λίγο ακόμη.
Το “Seventeen Seconds” λοιπόν, ναι είναι το album αυτό που με καθηλώνει. Γιατί όμως αυτό; Γιατί την ίδια χρονική περίοδο της δημιουργίας του, ο Robert αρχίζει να συνειδητοποιεί πόσο πολύ αμφισβητεί την ίδια του τη ζωή και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη σιγουριά και την ασφάλεια και στην αβεβαιότητα και το χάος. Η πάλη αυτή με τις σκέψεις του, αρχίζει να διαφαίνεται μέσα από αυτό το album και στο άκουσμα των κομματιών του, βρίσκω τη δική μου ανακούφιση και ενδεχομένως ταύτιση με αυτό που φαντάζει απρόβλεπτο και αβέβαιο.
Αν και αναμφίβολα, δεν είναι ο πιο επικερδής ή δημοφιλής δίσκος τους, δεν έχει μείνει κι ούτε ποτέ θα βρεθεί στην αφάνεια. Σηματοδοτεί τη μεταστροφή του ήχου τους σε λίγο πιο σκοτεινά και gothic μονοπάτια, κι αυτή η μεταστροφή μπορεί πολύ εύκολα να χαρακτηριστεί γοητευτική. Κι ενώ ξεκινάς να βιώνεις το “χάσιμο” και την περιπλάνηση στο λαβύρινθο τους από το “Reflection”, πέφτεις πάνω στο απρόβλεπτο εκείνο, “Play For Today”, που σου ανεβάζει απότομα τη διάθεση και σε βγάζει από την εσωτερική σου πάλη για λίγο. Εθιστικές μελωδίες και μινιμαλιστική αισθητική συνθέτουν τις τέλειες εναλλαγές και ταυτόχρονα ισορροπίες μέσα σε αυτό το δίσκο. Τα μυστηριώδη”Secrets” και “In Your House”, οδηγούν σε μια ακόμη πιο σκοτεινή διαδρομή που καταλήγει στο αργόσυρτο και διαπεραστικό “Three”. Διεισδύοντας ολοένα και περισσότερο στην ομιχλώδη μουσική τους σύνθεση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το σήμα κατατεθέν του ηχητικού τους προσανατολισμού, για εκείνη την περίοδο. Το εθιστικό “Forest”, σε συνεπαίρνει αφήνοντάς σε αιωρούμενο στην άβυσσο αυτή του μυστηρίου που μας προκαλεί η ακρόαση του. Από την άλλη το “M”, για εμένα ίσως και να είναι ένα απ’ τα καλύτερά τους κομμάτια και μιλά στην ψυχή μου γι’ αυτήν ακριβώς την πολύπλοκη και πολυσχιδή έννοια της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου και τι να προσδοκείς από αυτόν. Η μελωδία του “At Night”, εισέρχεται δυναμικά στη σκέψη σου και σε παγώνει, ενώ η φωνή του Smith έρχεται να συμπληρώσει αυτό το περίεργα ασφυκτικό συναίσθημα ακριβώς στα κατάλληλα σημεία του τραγουδιού. Ίσως να είμαι κι εγώ μια μελαγχολική ψυχή, σαν τον Smith, δικαιολογώντας έτσι την τόσο μεγάλη αρεσκεία μου σε αυτό το album. Το μόνο σίγουρο πάντως, είναι πως αναμένω όπως και πολλοί από εσας να βιώσω αυτό το “χάσιμο” και την εσωτερική αναστάτωση, την ημέρα εκείνη που θα τους δω ζωντανά στη σκηνή.
Disintegration (1989) για το Βασίλη Μπέκα

Έχει έρθει όμως η στιγμή για τους Cure να επιστρέψουν στο βαθύ σκοτάδι. Εκεί που όλοι περιμένουν να συνεχίσουν στο δρόμο που άνοιξαν τα “Head on The Door” και “Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me”, ο κυκλοθυμικός κύριος Smith επιλέγει να γραψει ένα “Pornography” #2. Ανοίγει τις πληγές του που αναβλύζουν πόνο και μελαγχολία και παρουσιάζει το τεράστιο έργο που ονομάζεται “Disintegration”. Βέβαια οι συγκρίσεις με το “Pornography” σταματούν στο θέμα της διάθεσης.
Οι Cure δεν είναι η ίδια μπάντα που ήταν το 1982. Ξέχωρα από τις αλλαγές μελών που γίνονται καθ’όλη την πορεία τους, ο τρόπος που στήνουν πλέον τις συνθέσεις τους είναι εντελώς διαφορετικός. Το “Disintegration”, σε αντίθεση με τον βίαιο και αγχώδη κόσμο του “Pornography”, είναι ένα μειλίχιο και ευπροσήγορο album, νωχελικό στο μεγαλύτερο του μέρος και βυθισμένο στην απόλυτη μελαγχολία.
Στα επικά πλήκτρα, τις μελωδίες που μένουν για πάντα, το χαρακτηριστικό μπάσο και τη γεμάτη αυτοπεποίθηση πλέον ερμηνεία του Smith, προσθέστε μια ντουζίνα τραγουδιών, από τα καλύτερα που έχουν γραφτεί ποτέ. “Plainsong”, “Lullaby”, “Pictures of You”, “Fascination Street”, “Lovesong” (#2 στο U.S. chart), “Last Dance”, “Prayers for Rain”, “The Same Deep Waters As You”, “Untitled”, “Homesick” και βέβαια το αδιανόητο “Disintegration” με στίχους που λιώνουν σίδερα: “It’s easier for me to get closer to heaven, than ever feel whole again”. Αριστούργημα.
***Το κείμενο του Βασίλη Μπέκα για το “Disintegration” πρωτοδημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος του Lung Fanzine, στα πλαίσια του αφιερώματος που φιλοξενεί στους Cure, με αφορμή την εμφάνισή τους στο Ejekt Festival (Τετάρτη 17 Ιουλίου, Πλατεία Νερού).
Το Lung μπορείτε να το προμηθευτείτε σε πολλά σημεία πώλησης στην Αθήνα και την επαρχία αλλά και με direct order. Μπορείτε επίσης να το διαβάσετε online. Όλες τις λεπτομέρειες για το τρίτο τεύχος μπορείτε να τις βρείτε εδώ.