Ο Δημήτρης Μητσοτάκης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση μουσικού που μετά από 30 χρόνια παρουσίας στην ελληνική rock σκηνή παραμένει δημιουργικός και ανήσυχος όπως τότε. Λίγες μέρες πριν ανέβει επί σκηνής στο Θέατρο Βράχων μαζί με τον παλιό του συνοδοιπόρο από τους Ενδελέχεια Παναγιώτη Κατσιμάνη και τους Magic De Spell, Υπόγεια Ρεύματα απαντάει στις ερωτήσεις του Γιώργου Χούλλη και οι απαντήσεις του είναι άκρως ενδιαφέρουσες.
Αρχικά θα ήθελα να μου πεις τα τελευταία σου νέα γύρω από τις επερχόμενες συναυλίες.
Ξεκίνησα το καλοκαίρι με τρεις συναυλίες στην Κρήτη στα τέλη Ιουνίου, και θα συνεχίσω με μια σειρά εμφανίσεων, τόσο με τον Παναγιώτη Κατσιμάνη όσο και μόνος, σε Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Η μεγάλη μας συναυλία στην Αθήνα είναι στο θέατρο Βράχων στις 7/7 μαζί με τα Υπόγεια Ρεύματα και τους Magic De Spell.
Πόση δύσκολη ήταν για σένα όλη αυτή η περίοδος χωρίς συναυλίες και πώς πέρασες τον καιρό σου στην καραντίνα;
Οικονομικά ζορίστηκα πάρα πολύ όπως και όλος ο κλάδος μας. Οι περισσότεροι δεν είχαμε καμία απολύτως στήριξη από την πολιτεία, αφεθήκαμε στη μοίρα μας. Ψυχολογικά αλλά και ψυχικά με έσωσε το ότι το έριξα για άλλη μια φορά στη δημιουργία. Τραγούδια, διηγήματα, δοκίμια, μέχρι κι ένα θεατρικό έγραψα.
Ένα τραγούδι που κυκλοφόρησες πέρυσι και έγινε viral ήταν το «Κούλη θ’ αλλάξω όνομα». Ποιες ήταν οι μέχρι τώρα αντιδράσεις που έχεις εισπράξει;
Η φάση που ονομάζουμε viral είναι πολύ άρρωστη. Χρειάζεται ισορροπία για να την διαχειριστείς. Είχα εκδηλώσεις υποστήριξης από πολύ κόσμο στο «ντου» που μου έγινε από το Open, -και τους ευχαριστώ όλους δημοσίως- αλλά έφαγα και πολλή χολή από ανθρώπους που μάλλον δυσαρεστήθηκαν, επειδή τόλμησα να σατιρίσω το όνομα των «νόμιμων “ιδιοκτητών” της χώρας».

Εκτός από τη μουσική τελευταία ασχολείσαι και με τη συγγραφή με πρόσφατη δουλειά «Τα Σκισμένα Ημερολόγια», ενώ έχεις και άλλα τρία βιβλία. Πόσο διαφορετικός είναι ο συγγραφέας Δημήτρης Μητσοτάκης από τον μουσικό;
Η διαδικασία είναι διαφορετική, οι ιδέες και η φιλοσοφική θεώρηση αντιλαμβάνεσαι πως δεν είναι δυνατόν να διαφέρουν.
Εκτός από το rock, μια μεγάλη σου επιρροή είναι τα ρεμπέτικα. Μιας και από ότι ξέρω έχεις γεννηθεί στον Πειραιά, θα πρέπει να έχουν ριζώσει μέσα σου για τα καλά.
Είναι η ρίζα μου, είναι εκεί που γυρνώ όποτε νοιώθω δύσκολα, όποτε νοιώθω πιεσμένος ή αδύναμος. Πως είναι, καμιά φορά, όταν πηγαίνεις στο σπίτι της μάνας σου και τρως το αγαπημένο σου παιδικό φαγητό κι ύστερα ρίχνεις έναν μεσημεριανό ύπνο που σε ξεκουράζει περισσότερο από κάθε τι άλλο; Αυτό νιώθω με τα, κατά Ηλία Πετρόπουλο, τραγούδια της καρδιάς. Η επιρροή τους στο έργο μου, αν και δυσδιάκριτη, είναι δομική.
Ας μιλήσουμε λίγο για το παρελθόν. Πώς θυμάσαι την εποχή των Ενδελέχεια στο σήμερα; Είχαν ακόμη να δώσουν ή τελείωσαν έχοντας κλείσει τον κύκλο τους;
Ο χρόνος είναι μια έννοια τόσο εύπλαστη και τόσο μυστήρια. Άλλοτε πιστεύω ότι έχει περάσει ένας αιώνας από τη δεκαετία του ’90 κι άλλοτε πως ήταν χτες. Τότε ήταν μια άλλη χώρα η Ελλάδα, σε κάθε επίπεδο. Οι Ενδελέχεια διαλύθηκαν το 2009, λίγο πριν να μπούμε στα μνημόνια και στη φριχτή αυτή περιδίνηση της κρίσης. Αν δεν διαλύονταν το 2009 είναι σίγουρο πως θα διαλύονταν το 2010, αν και για μένα θα έπρεπε να είχαμε σταματήσει μετά τα Σύνορα της Μέρας, το 2001.
Εκείνη την εποχή το ελληνικό rock ζούσε μεγάλες δόξες μιας και υπήρχε δισκογραφία, γινόντουσαν μεγάλες συναυλίες κ.λπ. Σας ήταν εφικτό να βιοπορίζεστε από τη μουσική ή ήσασταν αναγκασμένοι να κάνετε κι άλλες δουλειές;
Ποτέ δεν καταφέραμε να βιοποριζόμαστε αποκλειστικά από το γκρουπ. Όλοι δουλεύαμε σε ένα σωρό άλλες δουλειές. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε ένα ροκ γκρουπ ακόμα και σε περιόδους άνθισης. Αν είχαμε κάνει το «Βουτιά από Ψηλά» στην Αμερική, ή στην Αγγλία, θα αρκούσε για να τρώνε και τα εγγόνια μας.
Ποια συναυλία με τους Ενδελέχεια θα σου μείνει αξέχαστη;
Το πρώτο σολντ άουτ, στο Ρήγμα, στην πλατεία Κουμουνδούρου, ένα υπόγειο κλαμπ που δεν υπάρχει πια. Ήταν Μάρτης του 1998. Τότε πάθαινα κρίσεις πανικού. Το μαγαζί ήταν τίγκα. Δεν μπορούσες να κουνηθείς από το πολύ κόσμο. Αν γινόταν κάτι, εκεί μέσα, θα πνιγόμασταν σαν τα ποντίκια καθώς δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου. Πρώτο σολντ άουτ της μπάντας μου κι εγώ να υποφέρω από τρόμο και πανικό. Δεν ήθελα να βρίσκομαι εκεί.
Εκτός από τον Παναγιώτη Κατσιμάνη, με τον οποίο έτσι κι αλλιώς συνεργάζεσαι, κρατάς επαφές με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας;
Βλέπω τακτικά τον Λεοντόπουλο.

Γενικά τι είναι αυτό που σου λείπει από το παρελθόν και τι είναι αυτό που θες να ξεχάσεις;
Η Αισιοδοξία της Ανάμνησης είναι διάχυτη μέσα μου, από την άλλη η Νοσταλγία είναι μια κατάσταση την οποία απεχθάνομαι και αποφεύγω.
Τα τελευταία χρόνια σε βλέπουμε να μοιράζεσαι τη σκηνή με τους Magic De Spell και τα Υπόγεια Ρεύματα, όπως θα κάνεις και στις 7/7. Πώς νιώθεις όταν ξέρεις πως αυτή η φιλία που υπάρχει μεταξύ σας όλα αυτά τα χρόνια βγαίνει και στις συναυλίες σας;
Σαν να γυρνώ στην παλιά μου γειτονιά. Όλα έχουν αλλάξει μα, παρόλα αυτά, την νιώθω οικεία. Πάνω στη σκηνή περνάμε υπέροχα αλλά το καλύτερο απ’ όλα είναι η μετέπειτα διηγήσεις και καταγραφές των εντυπώσεων υπό τη συνοδεία ενός ωραίου καφέ ή μιας μπίρας στα Εξάρχεια ή στην Κυψέλη.
Μιας και είσαι ένας καλλιτέχνης με έντονες κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες, πιστεύεις ότι η δύσκολη αυτή συγκυρία που ζούμε θα βοηθήσει την τέχνη να ανθίσει έστω και κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες ή έχει χαθεί το τρένο;
Η τέχνη είναι πάνω από εποχές, πάνω από πολιτικές, πάνω από ιστορικές συνθήκες. Προσοχή, όχι ξεκομμένη, αλλά πάνω απ’ όλα αυτά. Θα βρει το δρόμο της, όπως και να ‘χει. Η τέχνη άνθισε ακόμα και μέσα στα αποκαΐδια της όποιας ανθρώπινης τραγωδίας. Όσο υπάρχει ανάσα θα υπάρχει τέχνη.