Λίγο πριν την εμφάνιση τους στο MEET UP Festival την Κυριακή, 5 Νοεμβρίου, στη Death Disco, ο Σταύρος Γαρεδάκης μίλησε με τους Youth Valley για την πορεία τους μέχρι σήμερα, την επερχόμενη ζωντανή τους εμφάνιση και τις επιρροές τους.
Η ιστορία έχει καταγράψει το ’19 ως έτος σχηματισμού των Youth Valley. Μόλις δύο χρόνια αργότερα με το ομώνυμο ντεμπούτο EP σας, από τις συνθέσεις, τις εκτελέσεις και την όλη συγκροτημένη αισθητική που περιέβαλλε την μπάντα δεν δινόταν σε καμία περίπτωση η εντύπωση πως επρόκειτο για ένα τόσο νέο σχήμα. Υπήρξε εξ’αρχής ένα καλοσχεδιασμένο πλάνο; Είχαν τα μέλη μακρόχρονη εμπειρία σε προηγούμενα σχήματα; Πώς προέκυψαν οι Youth Valley;
Ευχαριστούμε για τα τιμητικά λόγια. Η καραντίνα εκείνη την εποχή και η σχετική αδράνεια στην οποία βρέθηκαν ξαφνικά ο πανικός και η ρουτίνα της πόλης, μας έδωσαν μια ευκαιρία να σκεφτούμε κάποια πράγματα λίγο πιο προσεκτικά. Το πλάνο δεν υπήρχε εξ’αρχής, όμως ο χρόνος που είχαμε στα χέρια μας, μας έφερε την ωριμότητα του να μη βιαστούμε και να αφουγκραστούμε τη μορφή που όλο αυτό που είχαμε φτιάξει ήθελε από μόνο του να πάρει. Και αυτό κάνουμε μέχρι και σήμερα. Είναι πολύ σημαντικό, κατα την ταπεινή μας γνώμη, όταν δημιουργείς κάτι να το σέβεσαι και να το αφήνεις να πάρει μόνο του την τελική του μορφή.
Ίσως ακούγεται κάπως ρομαντικό ή αόριστο, και ίσως «πολυτέλεια», γιατί μπορεί να παίρνει παραπάνω χρόνο σε μια εποχή που τα πράγματα θέλουμε να γίνονται «τώρα και γρήγορα», όμως αυτός είναι ο τρόπος που επιλέξαμε να λειτουργούμε πάνω σε αυτό που αγαπάμε περισσότερο από οτιδήποτε στις ζωές μας, τη μουσική.
Από την όλη αισθητική που περιβάλλει τους Youth Valley, είναι προφανές ότι υπάρχουν και εξω-μουσικές επιρροές, είτε πρόκειται για λογοτεχνία/ποίηση, εικαστικές τέχνες, ή και κινηματογράφο. Θα μπορούσατε να αναφέρετε κάποιο καθοριστικό για εσάς έργο σε κάθε πεδίο;
Δεν είμαστε σίγουροι αν μπορούμε να ανασύρουμε συνειδητά κάποιες συγκεκριμένες επιρροές στα πεδία αυτά της τέχνης που επηρέασαν συγκεκριμένα τους Youth Valley. Αυτό συμβαίνει, μάλλον, επειδή και η μπάντα μας πλέον είναι σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, άρα και μέρος του εαυτού μας, αλλά και η επαφή μας με τις τέχνες συνεχής και εξελισσόμενη.
Επίσης, ένα ακόμη πιο βασικό ζήτημα είναι ότι σίγουρα δεν είναι μόνο ένα ή δύο, αλλά πολλά τα έργα που μας έχουν διαμορφώσει και ως ανθρώπους, αλλά και ως μουσικούς, και το πιο πιθανό είναι πως έρχονται ακόμη και από την εποχή που ήμασταν παιδιά. Αν πούμε, δηλαδή, ένα όνομα, πχ τον Herman Hesse, που πράγματι ισχύει, θα ξεπηδήσουν αυτόματα άλλοι τόσοι σε μια κουβέντα, και θα διαπιστώσουμε ότι όλοι αυτοί μας συντροφεύουν τόσο καιρό, χωρίς να το έχουμε καταλάβει.
Οι μουσικές επιρροές που διαμόρφωσαν την ηχητική σας ταυτότητα είναι λίγο πολύ ευκρινείς. Υπάρχουν ακούσματα που δεν είναι εξίσου προφανή, και που είτε υπήρξαν συγκολλητική ουσία μεταξύ των μελών της μπάντας, είτε σας επηρέασαν πιο έμμεσα;
Πλέον αναρωτιόμαστε συχνά, αν οι εν λόγω μουσικές επιρροές είναι ευκρινείς επειδή θελήσαμε να δηλώσουμε εξ’αρχής κάποια ονόματα από πολύ γνωστές μπάντες στην περιγραφή του ήχου μας δημοσίως (The Smiths, DIIV κλπ), ή αν πράγματι ακούγονται τόσο ξεκάθαρα στα αυτιά ενός ανυποψίαστου ακροατή.
Όπως και να έχει όμως, σε μια τέτοια εποχή με τόσο μεγάλη πληθώρα νέων καλλιτεχνών, που δύσκολα κανείς βάζει να ακούσει οτιδήποτε δίχως κάποιο βασικό κίνητρο στις λίγες λέξεις που θα διαβάσει σε ένα δελτίου τύπου πριν χάσει το ενδιαφέρον του, φάνηκε πως η αναφορά στις μπάντες αυτές δούλεψε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Αφήνοντας στην άκρη τα προφανή και ήδη ειπωμένα λοιπόν, θα πούμε πως κοινή αγάπη μας είναι οι Radiohead σίγουρα, κάποιες παλιότερες prog rock-pop μπάντες όπως οι Genesis, 80’s art pop, όπως οι Talktalk και οι Japan, και τέλος αρκετή Grunge, όπως Smashing Pumpkins, Alice in Chains, Nirvana. Σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε αγαπημένους solo artists, όπως ο David Bowie, ή ο Jeff Buckley. Και πάλι, όμως, αυτά με μια πρώτη, πολύ γρήγορη ενδοσκόπηση.
Ποιά είναι η δημιουργική σας διαδικασία; Αποτυπώνονται πρώτα οι στίχοι στο χαρτί κι έπειτα γράφεται και η μουσική, ή το αντίθετο; Έρχονται ιδέες από κάθε μέλος και δουλεύονται συλλογικά στο στούντιο;
Μέχρι στιγμής συνήθως ξεκινάμε με τη μουσική, την οποία συνήθως τη συνθέτουμε μαζί με κιθάρες και μπάσο (Joseph, George, Dean) σπιτικά, είτε πάνω σε jamming, είτε πάνω σε μια βασική ιδέα που έχει ένας από εμάς. Σε αυτό το σημείο να πούμε ότι ΝΑΙ, και ο drummer μας (Dean) συμμετέχει κανονικότατα στη μουσική σύνθεση, όχι μόνο με τα τύμπανα, αλλά με έγχορδα όπως οι υπόλοιποι. Μετά έρχονται οι στίχοι, που τους γράφει κυρίως ο Joseph. Ένα από τα αγαπημένα μας στάδια είναι οι τελικές ηχογραφήσεις στο στούντιο με τον Άλεξ (Μπόλπαση), όπου πάντα προσθέτουμε και ιδέες που μας έρχονται αυθόρμητα εκείνη τη στιγμή και στις κιθάρες, τα μπάσα αλλά και στη φωνή, κρατώντας έτσι και αυτό το στάδιο πλήρως δημιουργικό και αυθεντικό.
Έχω κάποιες θεωρίες για την ερμηνεία του τίτλου του άλμπουμ, αλλά γιατί να προβαίνω σε υποθέσεις αφού δίνεται η ευκαιρία να μιλήσετε οι ίδιοι επί του θέματος; Γιατί, λοιπόν, «Νανουρίσματα δι’ενηλίκους»;
Το νανούρισμα, είναι ένα τραγουδιστό -συνήθως- παραμύθι, που σκοπό έχει να ηρεμήσει και να χαλαρώσει ένα παιδί ώστε να κοιμηθεί. Μέσα στη χαλάρωση αυτή, η φαντασία ξεκλειδώνει πλήρως, τα μάτια χαλαρώνουν, και η ψυχή ξεκουράζεται και ελαφραίνει. Και όλο αυτό γιατί έχει δημιουργηθεί μια συνθήκη ασφάλειας και ζεστασιάς.
Στην περίπτωση των ενηλίκων τα πράγματα είναι διαφορετικά, όπως το σκεφτόμαστε και βιώνουμε. Οι περισσότεροι από εμάς πλέον δεν κοιμούνται ποτέ ήρεμα, και σίγουρα όχι βαθιά. Κάποιοι από εμάς μάλιστα, δεν έχουμε καν την ευτυχία να θυμόμαστε πώς είναι να σε νανουρίζουν, και κάποιοι δεν ακούσαμε νανουρίσματα ούτε ως παιδιά. Ποιο είναι όμως το νανούρισμα για τον ενήλικα που έχει πάψει να πιστεύει στη φαντασία του, και έχει χάσει την αίσθηση της ηρεμίας; Αυτό προσπαθούμε να προσεγγίσουμε με τα τραγούδια αυτά.
Μια ανάκτηση της αίσθησης ασφάλειας, μια αλήθεια, την οποία όμως τελικά μέσα στο ψέμα στο οποίο έχουμε συνηθίσει να ζούμε τις ενήλικες μας ζωές συνηθίζουμε να αποφεύγουμε, γιατί είναι τρομακτική και ξεγυμνωτική σε άβολο επίπεδο. Πάντα οι ενήλικες κρύβουν κάτι. Πολλά «κάτι». Σε αντίθεση με τα παιδιά, που συνήθως είναι αφοπλιστικά ειλικρινή, ακόμα και στην έκφραση της φαντασίας τους.
Φλερτάρουμε με την ιδέα ότι το νανούρισμα για ενήλικες είναι η ακομπλεξάριστη αφήγηση της προσωπικής τους αλήθειας, και η περιήγηση στα παιδικά τους χρόνια και τα τραύματα, τους προβληματισμούς και τις ιδέες που γεννήθηκαν τότε, αλλά δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ. Με μια αγκαλιά, όμως, αυτή τη φορά να τους συντροφεύει. Έτσι, η επιστροφή αυτή μπορεί να είναι θεραπευτική και όχι τραυματική, όπως συνηθίζει να είναι όταν συμβαίνει επιπόλαια, ή βίαια, κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αποτυχία ή δυσάρεστη εμπειρία και νιώθουμε «ανίσχυροι σαν παιδιά», τότε που μάλλον βιώσαμε πρώτη φορά αυτό το συναίσθημα. Το παιδικό τραύμα, όποιο και αν είναι αυτό.
Ξαγρυπνάμε τα βράδια και αγχωνόμαστε πως δεν είμαστε αρκετοί. Τι ωραίο που θα ήταν, λοιπόν, κάποιος να μας νανούριζε αποδεικνύοντας μας ακριβώς το αντίθετο. Ότι είμαστε αρκετοί, πάντα ήμασταν και θα είμαστε, και ότι μπορούμε ακόμη να κάνουμε όνειρα όπως όταν ήμασταν παιδιά. Αυτή είναι η απόπειρα μας να βρούμε ξανά τον ύπνο και την ηρεμία μας, την εσωτερική μας ελευθερία ενός σκεπτόμενου και δημιουργικού ανθρώπου.
Για την ηχογράφηση του ντεμπούτου άλμπουμ σας προβήκατε σε μια ριζοσπαστική για τα εγχώρια δεδομένα κίνηση, να αντλήσετε τους πόρους μέσω crowdfunding. Πώς καταλήξατε σε αυτή την επιλογή, και πως ήταν αυτή η εμπειρία γενικότερα;
Καταλήξαμε σε αυτό, διότι ήταν η μόνη μας επιλογή εκείνη την περίοδο. Γνωρίζαμε πως δεν είχαμε το ποσό που θα χρειαζόταν για να ηχογραφηθεί και να επικοινωνηθεί ο δίσκος, και τότε ήμασταν μονάχα τρεις (Joseph – Dean – George). Είχαμε ήδη κάνει τις συνθέσεις και τα ντέμος, τα είχαμε οργανώσει, τα βάλαμε κάτω και αποφασίσαμε να τολμήσουμε να ανεβάσουμε το project στο Kickstarter. Αν πετύχαινε, θα κάναμε ένα όνειρο μας πραγματικότητα, αν δεν πετύχαινε, θα μας έμενε γνώση και σκληρή δουλειά που μεταφράζονται σε σημαντικότατη εμπειρία, οπότε σε κάθε περίπτωση αξιολογήσαμε πως άξιζε να δοκιμάσουμε. Η εμπειρία ήταν απίστευτη, μιας και μας έδειξε πως για κάποιο λόγο έχουμε θερμούς υποστηρικτές σε όλο τον κόσμο. Σε Ευρώπη ( Γαλλία, Γερμανία), Αμερική… ακόμα και Ασία! Το συναίσθημα αυτό ήταν πρωτόγνωρο, πόσο μάλλον όταν συμπληρώσαμε το ποσό, και συνειδητοποιήσαμε ότι όχι μόνο είχαμε τη δυνατότητα να φτιάξουμε τον πρώτο μας δίσκο, αλλά και πήγαμε κόντρα στις πιθανότητες που μας έδιναν γνωστοί και φίλοι, και επιτύχαμε σε ένα τέτοιο εγχείρημα στην Ελλάδα!
Στο “I Don’t Want to Go Out With You Veronica”, το single που προηγήθηκε του άλμπουμ, συνεργαστήκατε με τον Σεραφείμ Τσοτσώνη. Αυτή η ανοιχτή σε συνεργασίες προσέγγιση είναι κάτι που πρέπει να περιμένουμε και στο μέλλον από τους Youth Valley; Αν είχατε τη δυνατότητα να συνεργαστείτε με οποιονδήποτε καλλιτέχνη παγκοσμίως, ποια θα ήταν μια ιδανική και ποια μια ονειρική τέτοια συνεργασία;
Είμαστε πάντοτε ανοιχτοί σε συνεργασίες που νιώθουμε ότι μπορούν να έχουν ένα αποτέλεσμα αλληλοσυμπλήρωσης και αλληλοσεβασμού. Ωστόσο, αν είχαμε τη δυνατότητα να συνεργαστούμε με οποιονδήποτε καλλιτέχνη παγκοσμίως, θα επιλέγαμε τον Σεραφείμ Τσοτσώνη και την αδερφή του Αγγελική και πάλι. Είμαστε πράγματι φαν τους. Θα βάλουμε να ακούσουμε Ocean Hope και Serafim Tsotsonis και σπίτι μας, γιατί η μουσική τους μας μιλάει, και τους αγαπήσαμε μέσα από αυτή. Άλλωστε, είναι παγκόσμιοι καλλιτέχνες.
Με τους συνυπάρχοντες τόσο στο ρόστερ της Make Me Happy, όσο και της Shelf Life Sugar For The Pill, αλλά και κάνα-δυο ακόμα ανερχόμενες μπάντες, φαίνεται να βρίσκεται σε πρωτοφανή άνθιση η εγχώρια περί της shoegaze μουσική σκηνή. Υπάρχει και ανάμεσα στους καλλιτέχνες/μπάντες η αίσθηση ότι πρόκειται για μία ενιαία σκηνή;
Ναι, είναι πράγματι αλήθεια πως παρατηρείται μια άνθιση, υπό την έννοια ότι φέραμε – εννοώντας εμείς, οι αγαπητοί Sugar For The Pill κ.α. – τον αέρινο ήχο των ονείρων πιο κοντά στην επικαιρότητα παρέα με τη Make Me Happy records, αλλά και παρατηρούμε και πιο έμπειρες μπάντες του ήχου αυτού να αναβιώνουν, ή και να συνεχίζουν θαρραλέα, κάτι που εξίσου μας χαροποιεί!
Στην πραγματικότητα, όμως, η μουσική στην Ελλάδα χωρίζεται σε ελληνόφωνη και αγγλόφωνη. Προσωπικά το θεωρούμε άτοπο στην ουσία. Αλλά είναι αρκετό, όπως φαίνεται, για να κρατάει ακόμα και μια τόσο μικρή ενεργή ανεξάρτητη σκηνή, χωρισμένη, και κυρίως περιορισμένη, εντός των συνόρων. Ευχόμαστε μέσα στη φρεσκάδα και τη δυναμική της δημιουργίας να ενοποιηθούν και οι γλώσσες, και να επικρατήσει η μουσική!
Μετά την πρόσφατη κυκλοφορία του “Lullabies for Adults”, και την παρθενική φεστιβαλική εμφάνιση στο Death Disco Open Air στην Τεχνόπολη, ποια είναι τα επόμενά σας σχέδια;
Θέλουμε να παίξουμε αυτόν τον δίσκο ζωντανά όσο περισσότερο μπορούμε, και να τον βοηθήσουμε να ταξιδέψει όσο πιο μακριά γίνεται. Ξεκινάμε τη νέα σεζόν με το φεστιβάλ της Make Me Happy Records, στις 4 και 5 Νοέμβρη. Θα σας περιμένουμε και τις δύο μέρες! Εμείς κλείνουμε ραντεβού για τις 5 που πέφτει Κυριακή, παρέα με τους αγαπημένους μας καλλιτέχνες και φίλους, Model Spy και Sugar for the PIll.
