O William DuVall είναι μια πολύ παρεξηγημένη φυσιογνωμία της σύγχρονης rock μουσικής. Ως frontman των θρυλικών Alice in chains κλήθηκε να ανταπεξέλθει σε έναν ρόλο του οποίου ο προκάτοχος υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του grunge κινήματος (ο λόγος φυσικά για τον μοναδικό Layne Staley) . Σίγουρα είναι δύσκολο, ακόμα και για τον καλύτερο vocalist, να ανταποκριθεί σε τόσο μεγάλες προσδοκίες χωρίς να ζει στη σκιά ενός “θρύλου” (δύο θρύλους, αν λάβουμε υπ’ όψη φυσικά και την ογκώδη σκιά του Jerry Cantrell, κιθαρίστα και εγκεφάλου του συγκροτήματος). Παρ όλες τις αμφιβολίες για το πρόσωπο του, o DuVall συνεχίζει ακάθεκτος και, έχοντας πλέον στο ενεργητικό του τρεις πετυχημένους Chains δίσκους ήρθε η στιγμή να δείξει στον κόσμο μια άλλη πτυχή του ξεχωριστού ταλέντου του με το “One Alone”, μια σειρά acoustic συνθέσεων φορτισμένων με αποχρώσεις δυσδιάκριτες μέσα στην μέχρι τώρα σκοτεινή και “γκαζωμένη” δουλειά του με τους Alice in chains, Comes With The Fall και Giraffe Tongue Orchestra.
O δίσκος αποτελείται από δυο θεμελιώδη στοιχεία τα οποία άλλοι θα μπορούσαν να εκλάβουν ως αρνητικά, άλλοι ως θετικά. Το πρώτο από αυτά είναι η ωμή και ακατέργαστη φύση του. Το μόνο που θα ακούσει κανείς είναι η φωνή του DuVall και η συνοδεία της ακουστικής του κιθάρας, δημιουργώντας την εντύπωση ότι όλα τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν σε ένα μόνο take. Για πολλά δε από τα κομμάτια (“The 3 Wishes”, “Smoke and Mirrors”, “So Cruel”) μου δόθηκε η εντύπωση ότι πρόκειται για unplugged διασκευές rock κομματιών. Αυτό σε κάποιους μπορεί να ακουστεί μονότονο, ίσως και άδειο. Σε άλλους όμως αυτή η ωμή φύση εκπέμπει μια περίεργη “ελκυστικότητα” που συναντάται μόνο σε τέτοια είδη δίσκων. Πρόκειται για κάτι που ονομάζω “γοητεία του εκτεθειμένου καλλιτέχνη”. Ένας καλλιτέχνης ποτέ δεν βρίσκεται πιο εκτεθειμένος από τη φορά που θα ηχογραφήσει με τη φωνή του υπό τη συνοδεία ενός μονάχα οργάνου της επιλογής του. Ακριβώς αυτή η “έκθεση” δίνει στον ακροατή μια αίσθηση όμορφης αδυναμίας και θνητότητας, κάνει τον καλλιτέχνη να μοιάζει πιο ανθρώπινος. Αυτό συμβαίνει εδώ. Ανοίγοντας διάπλατα τις πύλες του ψυχισμού του, ο DuVall επιτρέπει στο κοινό να δει τα πιο ευάλωτα σημεία του. Πώς να μην συγκινεί αυτό;
Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με την ερωτική θεματογραφία των κομματιών. Όλος ο δίσκος είναι γραμμένος για πιθανώς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με το οποίο ο Duvall είχε ερωτικές σχέσεις, και πιθανώς εξιστορεί το πως κατέληξε στο σήμερα, πονεμένος από το βάρος τύψεων και απωθημένων συναισθημάτων. Σίγουρα για πολλούς μια τέτοια διατύπωση παραπέμπει σε κάτι αρκετά γλυκανάλατο και μελό, και ίσως να έχουν εν μέρει δίκιο. Ας αναλογιστούμε όμως πρώτα τα εξής. O δίσκος είναι, όπως προαναφέρθηκε, ένας ύμνος στον απόκρυφο ψυχισμό του DuVall, εύλογα επομένως εστιάζει σε θέματα τα οποία δεν είχε ξανασυνδέσει με τη μουσική του. Επίσης, είναι η μόνη ευκαιρία να τον ακούσει κανείς να τραγουδάει για αυτά, δεδομένου ότι τέτοιες θεματογραφίες είναι de facto απορριπτέες από την σκοτεινή υπόσταση της στιχουργικής των Alice, στην οποία άλλωστε πρωτοκαθεδρία έχει ο Cantrell. Άρα, όντας χορτασμένοι από στίχους για ναρκωτικά και κατάθλιψη, γιατί να μην τον αφήσουμε να μας πει κάτι ενδεχομένως καινούριο, κάτι που ίσως να μας αγγίξει;
Όσοι από εσάς μαγνητίζεστε, όπως και εγώ, από την παράξενη ομορφιά των acoustic δίσκων ή απλά θέλετε να ταυτιστείτε με κάποιον που τραγουδά για απωθημένους παρελθοντικούς έρωτες με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ο δίσκος αυτός θα σας αφήσει ικανοποιημένους. Θα βρείτε μέσα πανέμορφα vocals, καλοδουλεμένες κιθάρες και bittersweet, heartbreaking στίχους όπως “I can’t blame you for carving up the strength it took to run”. Ίσως ο δίσκος να κάνει κάποιες κοιλιές σε ορισμένα σημεία και ίσως κάποια κομμάτια να ταίριαζαν περισσότερο σε ηλεκτρική παρά σε ακουστική κιθάρα. Εντούτοις, η σημασία του “Οne Αlone” ως κατάθεση ψυχής του William Duvall και η εκδήλωση μιας άγνωστης για μας φύσης του είναι, τουλάχιστον για μένα, απαράμιλλη.