Η μουσική ιστορία συνεχώς αποδεικνύει πως η αναγνωρισιμότητα ενός καλλιτέχνη, ή σχήματος, δεν έρχεται σε ευθεία αναλογία με την ποιότητα του έργου του. Ίσως και θύματα των τάσεων που επικράτησαν την προηγούμενη δεκαετία, κατά την οποία η indie-rock «φούσκα» των zeros πλατάγιασε με πάταγο σε ό,τι αφορά το ευρύ κοινό, οι νεοϋορκέζοι Wild Pink δεν έτυχαν παρά μόνο κλάσματος της αναγνώρισης κάποιων από τις μπάντες με τις οποίες είχαν αρκετά συγγενικό ήχο.
Μετά το ξεκίνημα με μια πιο lo-fi, ποτισμένη στο fuzz κατά τα κιθαριστικά ξεσπάσματα, slowcore των δύο πρώτων άλμπουμ, που έδειχνε αμυδρά δείγματα της διαδρομής που θα ακολουθούσαν στη συνέχεια, η ταξιδιάρικη rock τους φέρνει στο νου τους μελαγχολικούς ανοιχτούς ορίζοντες των πεδιάδων της αμερικανικής ενδοχώρας, με όχι και πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτόν με τον οποίο το επιτυγχάνουν οι κιθάρες, τα πλήκτρα και τα synths των War On Drugs.
Heartland rock, λοιπόν, ο ήχος που επικράτησε στις επόμενες – πλήρους διάρκειας – κυκλοφορίες των Wild Pink, όπως έχει ονομαστεί αυτό το ιδίωμα, στους οποίους γίνονται η ατμόσφαιρα όλο και πιο «ονειρική», και πλέον σαφέστερα αντιληπτές οι επιρροές από την πέραν των βορείων συνόρων indie σκηνή, συγκεκριμένα των Arcade Fire, έστω και δίχως τον ενορχηστρωτικό μαξιμαλισμό εκείνων. Μετά το ειδυλλιακό, βυθισμένο σε μια χρυσή αχλή από εφέ στις κιθάρες και synths, και δικαίως, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, πιο επιτυχημένο άλμπουμ τους “A Billion Little Lights”, το επόμενο “ILYSM” δεν θα μπορούσε να μην είχε χρωματιστεί σε σκοτεινότερους τόνους, μετά τη διάγνωση καρκίνου των λεμφαδένων του τραγουδιστή της μπάντας, αλλά ήταν λιγότερο οι στοχασμοί του John Ross πάνω στην αγάπη και τον θάνατο που το έκαναν πιο αδύναμο από τον προκάτοχό του, και περισσότερο ότι αντί να πλαισιώνονται από αυτά, στο μεγαλύτερο μέρος του οι κιθάρες είχαν παραδώσει τα πρωτεία στα πλήκτρα και τα synths.
“You don’t believe me when I say I could’ve had it either way, every good and bad thing will have to pass”, τραγουδά ο Ross στο “Disintegrate”, αλλά το αλμπουμ συνολικά δεν κυριαρχείται από κάποια «ιστορία επιζώντα», κι ούτε έχει το ίδιο στιβαρή θεματική με τον προκάτοχό του, που έτσι κι αλλιώς αποτελούσε εξαίρεση στη δισκογραφία της μπάντας σε αυτό τον τομέα. Προσφάτως πατέρας, και αναδυόμενος νικητής στη μέχρι στιγμής μάχη με τον καρκίνο, ο Ross μπήκε με τους Wild Pink στο στούντιο, έχοντας αποφασίσει να επιστρέψουν στις ρίζες τους. Έτσι αποφασίστηκε το νέο, έκτο άλμπουμ τους, “Dulling the Horns”, να ηχογραφηθεί ζωντανά στο στούντιο, με στόχο να αποδίδεται πιστότερα στη σκηνή, μειώνοντας δραματικά την εξάρτηση του ήχου τους σε στουντιακά εφέ, και επαναφέροντας τις κιθάρες στο προσκήνιο.
Κι αν η φράση «λειαίνοντας τα κέρατα» μοιάζει να παραπέμπει σε κάτι μειλίχιο, η αναφορά στα κέρατα υποδηλώνει την ξεκάθαρη, rock κατεύθυνση του εγχειρήματος. Η απομάκρυνση από τα πολλά εφέ, βέβαια, δεν σημαίνει πως θα απογύμνωναν ξαφνικά τις συνθέσεις τους από οτιδήποτε πέρα από το τρίπτυχο κιθάρα-μπάσο-τύμπανα, κι έτσι βρίσκουν θέση στα κομμάτια τόσο το πιάνο, όσο και η pedal steel κιθάρα, το βιολί και το σαξόφωνο (βλ. “Catholic Dracula”). Οι γνώριμες – από τη μέχρι τώρα πορεία – επιρροές των Wild Pink, είναι εξίσου ευδιάκριτες και στο “Dulling the Horns”, αν και αυτή τη φορά λίγο περισσότερο Neil Young από Bruce Springsteen, σε ό,τι αφορά το πιο “κλασικό” rock κομμάτι, ενώ δεν λείπουν, φυσικά, και οι indie, από το “Sprinter Brain”, που ακούγεται πιο Arcade Fire από όσο οι ίδιοι εδώ και χρόνια, μέχρι το “Cloud or Mountain”, μεγάλο ορχηστρικό μέρος του οποίου θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στους Pixies. Είναι όλες οι παραπάνω εξίσου αφομοιωμένες σε ένα ενιαίο σύνολο, ή πλήρες καλλιτεχνικό όραμα σαν του “A Billion Little Liights”; Φοβάμαι πως όχι, όμως το “Dulling the Horns” δεν παύει να είναι ένας καλός rock δίσκος, που μάλλον θα βρει δρόμο προς λιγότερα αυτιά από όσα θα άξιζε.