Μετά από, σχεδόν, 20 χρόνια δυναμικής παρουσίας στη σκηνή και 6 δίσκους, που ο ένας είναι καλύτερος από τον άλλον, έφτασε η στιγμή για τους αγαπημένους Δανούς να κυκλοφορήσουν το πρώτο αδιάφορο album της μέχρι τώρα καριέρας τους. Ο λόγος για τους Volbeat και το καινούριο τους πόνημα, με τίτλο “Rewind, Replay, Rebound”.
Ο πιο σωστός χαρακτηρισμός για αυτήν εδώ την κυκλοφορία ίσως να είναι το ‘ξαναζεσταμένο φαγητό’. Όχι πως στις προηγούμενες δουλειές τους μας παρουσίαζαν κάτι διαφορετικό από αυτό που μας είχαν συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια, αλλά τουλάχιστον το έκαναν με μαεστρία, παρουσιάζοντας μας πάντοτε κομμάτια, που ακούγονται ευχάριστα, σου φτιάχνουν την διάθεση από την πρώτη νότα και γενικά σου κολλάνε στο μυαλό με τις πιασάρικες μελωδίες. Αυτή τη φορά, όμως, οι συνθέσεις από το ένα αυτί μπαίνουν και από το άλλο βγαίνουν, χωρίς να σε αγγίζουν ιδιαίτερα. Δυστυχώς, μετά από 2-3 ακροάσεις το πολύ, ο δίσκος ξεχνιέται εύκολα και οι καλές στιγμές που σου μένουν στο τέλος είναι ελάχιστες.
Τα highlights του “Rewind, Replay, Rebound” είναι τα 4 κομμάτια, που είδαν το φως της δημοσιότητας πριν την επίσημη κυκλοφορία του. Πιο συγκεκριμένα αυτά που ξεχωρίζουν κάπως είναι ο χαριτωμένος ρυθμός του “The Last Day Under The Sun”, το “Cheapside Sloggers” που την κατάσταση σώζει το solo του Gary Holt, το πιασάρικο refrain του “Leviathan” και φυσικά το “Pelvins On Fire”, που είναι με διαφορά το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, φέρνοντας στο μυαλό το “Sad Man’s Tongue” και γενικά τις καλές εποχές του “Rock The Rebel/Metal The Devil”. Επιπλέον, άλλη μία σύνθεση, που θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στις συμπαθητικές στιγμές, είναι το “Maybe I Believe”, που κάλλιστα θα μπορούσε να βρίσκεται στην προηγούμενη δουλειά των Δανών, “Seal The Deal & Let’s Boogie”.
Δυστυχώς, όμως, από εκεί και πέρα τα πράγματα κάνουν μεγάλη κοιλιά και η βαρεμάρα κατά την ακρόαση χτυπάει κόκκινο. Fillers, όπως το “When We Were Kids”, το “The Awakening Of Bonnie Parker”, το “7:24” και το εκνευριστικά μικρό σε διάρκεια “Parasite” βρίσκονται εκεί απλά για να συμπληρώσουν το tracklist, χωρίς να έχουν κάτι ουσιαστικό να δώσουν στον ακροατή. Ακόμα και το “Die To Live” στο οποίο συμμετέχει ο Neil Fallon των Clutch, ακούγεται κατώτερο των προσδοκιών.
Ο Michael Poulsen αυτή την φορά τα έκανε λίγο μαντάρα, αλλά δεν μπορούμε να του κρατήσουμε κακία. Αδυναμίες είναι αυτές. Μετά από τόσες ωραίες δουλειές που μας έχει παρουσιάσει όλα αυτά τα χρόνια ‘δικαιούται’ και αυτός μία αδιάφορη κυκλοφορία.