Η αναμενόμενη επιστροφή του VV (Ville Valo) στα αθηναϊκά εδάφη την περασμένη Πέμπτη προκάλεσε μια έκρηξη νοσταλγίας, και έκανε τα πατώματα του Fuzz Club να «σπάσουν» από την ενθουσιώδη παρουσία των θαυμαστών του.
Ανταπόκριση: Ιωάννα Κατσού / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (πλήρες photo report εδώ)
Πριν φτάσουμε στο κύριο μέρος της βραδιάς, ας δώσουμε τον απαραίτητο χώρο στο opening act, το Βρετανικό synth – gaze δίδυμο Zetra, που μας ταξίδεψε με τις ηχητικές του εξερευνήσεις.
Οι Zetra αποτελούνται από τον Adam (κιθάρα/φωνητικά) και τον Jordan (synthesizers/φωνητικά). Παρότι έχουν υπόβαθρο στον σκληρό ήχο, βρίσκονται μόνιμα σε μια συνεχή αναζήτηση, εξερευνώντας τη synth-pop και το new wave. Χρησιμοποιούν σκόπιμα παλαιάς τεχνολογίας εξοπλισμό, όπως το Atari ST και ένα 8-track tape machine, προκειμένου να αποτυπώσουν ήχους που μοιάζουν με κρότους και βουητά χαμηλών συχνοτήτων. Οι επιρροές τους είναι πολλές και διαφορετικές, και ψαχουλεύοντας τη μέχρι τώρα μουσική πορεία τους, θα εντοπίσεις ίχνη από Type O Negative, Gary Numan, My Bloody Valentine, Tangerine Dream, και Mortiis, που θα σε οδηγήσουν σε έναν ανοιχτό κόσμο όπου όλα αυτά συνυπάρχουν με fuzzy κιθάρες, αιθέρια φωνητικά, και χαμηλά tempos.
Στις 20:00 ακριβώς, βρισκόμασταν απέναντι από τις δύο μαυροφορεμένες φιγούρες των Jordan και Adam, βαμμένες με corpse paint make-up. Ο Adam, πίσω από τα synthesizers, εντυπωσίασε με τη φυσική κινησιολογία του, προκαλώντας το κοινό να αφαιρεθεί και να χορέψει στους ρυθμούς του. Από την άλλη, ο Jordan, παίζοντας κιθάρα, έβγαζε μια γοητευτική grunge «βρωμιά» που ταίριαζε απόλυτα στον ίδιο, αλλά και στη live εκδοχή του διδύμου. Με ήχους από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές των ’90s, μέσω drum machine, ήταν σχεδόν αδύνατο, βλέποντας την εικόνα μπροστά μου, να μη φανταστώ πόσο ενδιαφέρουσα θα ήταν η αντικατάστασή του με ένα drum set. Παρότι και οι δύο ανέλαβαν τα καθήκοντα των φωνητικών, ήταν το αιθέριο ηχόχρωμα του Adam που φρόντισε να απλώσει την απαραίτητη σκοτεινή τρυφερότητα στον χώρο. Κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής τους στη σκηνή, ακούσαμε σχεδόν κάτι από όλα τα EP’s και singles τους, ξεχωρίζοντας τα “Sacrifice”, “Starfall”, και “Beauty Has Her Way”. Προσωπικά, ανυπομονώ για το πρώτο full-length άλμπουμ τους, που θα κυκλοφορήσει στις 13 Σεπτεμβρίου μέσω της Nuclear Blast.
Με ένα μισάωρο γλυκιάς προσμονής να μεσολαβεί, ώστε να γίνει και η απαραίτητη προετοιμασία της σκηνής για την εμφάνιση του αγαπημένου μας VV, το Fuzz Club γέμισε ασφυκτικά, με έντονα καρδιοχτύπια που ένιωθες γύρω σου.
Οι μουσικοί που πλαισιώνουν τον VV ξεκίνησαν να καλύπτουν τα πόστα τους στις 21:00 ακριβώς. Τα ζεστά χαμόγελά τους συναντούσαν τα δικά μας. Η αναμονή έλαβε τέλος, και το βράδυ ανήκε σε εμάς. Ο VV, με την ψηλή, αδύνατη φιγούρα του, φορώντας τη χαρακτηριστική τραγιάσκα του, βρισκόταν πλέον μπροστά μας. Το ελαφρώς παραλλαγμένο heartagram, που σηματοδοτεί τη νέα εποχή, ήταν το φόντο. Οι πρώτες νότες του instrumental “Zener Solitaire” ξεκίνησαν να διαχέονται στον χώρο, δημιουργώντας μια μαγική ατμόσφαιρα.
Η έντονη επιρροή και απήχηση που είχε ανέκαθεν ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης στο ελληνικό κοινό είναι ευρέως γνωστή, η πιστότητά του διατηρείται, και παρόλο που τα χρόνια πέρασαν, είμαστε ακόμη εδώ, κουβαλώντας τα σε μυαλό και καρδιά. Οι μουσικές του συνόδευσαν αφιερώσεις σε αγαπημένα πρόσωπα, ερωτικές -και μη- απογοητεύσεις.
Το setlist αποτελούνταν συνολικά από είκοσι (20) τραγούδια. Εμπεριείχε ύμνους του παρελθόντος, όπως τα “Poison Girl”, “The Funeral of Hearts”, “Join Me in Death”, και “Right Here in My Arms”. Ωστόσο, δεν παρέλειψε να περιλάβει και αρκετά από το νέο του υλικό, όπως τα “Echolocate Your Love”, “The Foreverlost”, “Neon Noir”, και “Heartful of Ghosts”.
Απολαύσαμε έναν μελετημένο, με στιβαρό παίξιμο ντράμερ, και δύο (υπερβολικά) καθαρές κιθάρες -λίγο παραπάνω distortion θα εκτιμούνταν για τις αναθυμιάσεις του παρελθόντος-. Όσον αφορά στο μπάσο που υπήρχε στο background, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αξιοπρόσεκτο, και σίγουρα θα προτιμούσα να υπήρχε η φυσική παρουσία κάποιου/κάποιας μουσικού στη θέση των προηχογραφημένων πλήκτρων.
Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο που κάθε φορά που παρακολουθώ μια ζωντανή εμφάνιση του VV, αφήνω τον χώρο με κάτι νέο. Στην περίπτωση αυτή, θα επικεντρωθώ στο γεγονός ότι αυτή η εμφάνιση αποτέλεσε ένα πραγματικό σεμινάριο φωνητικής ερμηνείας και ορθοφωνίας.
Ο VV είναι προικισμένος με μια ρομαντική, βαρύτονη φωνή, που έχει μοναδικό ερμηνευτικό χαρακτήρα, και μαγευτικό ηχόχρωμα. Η άνεση και η ευκολία με την οποία εναλλάσσεται ανάμεσα σε ψηλές και χαμηλές νότες, οι τεχνικές που χρησιμοποιεί στα χείλη του, καθώς και η στάση του σώματός του που επιτρέπει την αναδυτική φωνή από τα βάθη του στήθους του, είναι πραγματικά σπουδαίες. Έχει τον πλήρη έλεγχο της φωνής του, και αυτό είναι κάτι που έχει τελειοποιήσει.
Αποχαιρετώντας τον για μια ακόμα φορά, έχοντας δημιουργήσει νέες αναμνήσεις, το βράδυ μου έκλεισε με τη σκέψη πως όσα χρόνια και να περάσουν, ο VV θα συνεχίσει να είναι το καταφύγιό μου.
Till next time…