O Γιάννης Βεσλεμές επιστρέφει 10 χρόνια μετά, να φωτίσει την “Πάρνηθα” του Felizol, με τον ελληνόφωνο ‘Εξορκισμό’ του. Επιφανειακά, downtempo η ακουστική και πειραματικά, τα ηλεκτρονικά στοιχεία, ενώ δεν είναι έντονα, διατηρούν την σπουδαιότητα που τους εμπιστεύεται. Τα πίσω layers πολλά. Στον ήχο του ονείρου και στην αίσθηση του παραμυθιού, εντοπίζω το trip της σύνδεσης, ατμοσφαιρικά. Οι στίχοι φέρονται industrial και είναι σκληροί. Επιβάλλονται, με κυριολεκτική ή μεταφορική έννοια και γεμίζουν την ακρόαση εικόνες και συναισθήματα. Mελωδική, γεμάτη και παχιά η χροιά της φωνής του, ποτίζει το δέρμα, το γαργαλάει ειρωνικά, πότε ανατριχιάζει, άλλοτε προστατεύει. Από τη μυθολογία, ίδια στη βάση η ανάλυση και στην τοποθέτησή της στο σήμερα, ξεσπά με χορό καθώς βαραίνει, σαν πόνος και κατάρα, προσεγγίζει με φαντασία την πραγματικότητα, σε αποχρώσεις λεπτής ωμότητας.
Προτείνω ακουστικά, καθ΄όλη την ακρόαση. Και θα αναφέρω τα κομμάτια του δίσκου, που με βύθισαν περισσότερο στο περιεχόμενό τους. Παραδειγματικά.
“Οι μάγοι της λεωφόρου Κηφισίας”, σαν προειδοποίηση από το μεταλλόφωνο effetζίδικα ηχεί και σαστίζω. Δεν αντιδρώ και αφήνομαι. Μαγικό σχεδόν το τοπίο, ζωντανεύει μέσα από την σκοτεινή του αφήγηση. Τρισδιάστατος ο λαβύρινθος από τον “Μινώταυρο”, οι διπλές φωνές σαν τρικ αντηχούν στους διαδρόμους, εισχωρώ στην ιστορία του. Υπέροχα τα κρουστά, απαντούν στους υπνωτικούς τόνους, κρατούν τη γη κάτω από τα πόδια μου. Με τη βλέψη στον ήλιο, χορευτικό και pop γίνεται το mood στη “Χλωροφύλλη” και στην συνεργασία με τον The Boy. Όσο πιο έξυπνα ταιριάζει το latin στη dance και οι “Aνθρωποφάγοι” ‘χορεύουν μέσα μας γυμνοί’, άλλο τόσο το λαϊκό στοιχείο, απολαμβάνει να παίζει με το groove στα “Μάρμαρα” και τα συντρίμμια γράφουν acid.
Αγαπημένα τα: “Ζωντανοί Χωρίς Κύτταρο, από τo soundtrack μιας ζωής ‘oh yeah’, μέχρι την λατινογενή επιρροή στην cult αντίληψη, διαμορφώνεται η σύγχρονη, avant-garde αισθητική. “Χημεία απ’ το 93”, αφού τα πλήκτρα κατέχουν την ίδια γωνία και λογική με την ένταξη των ηλεκτρονικών ήχων στα ροκ ιδιώματα, ‘να περπατάμε παράλληλα’, όπως λένε οι στίχοι του. Έτσι μου ακούγεται. Σαν ευχή τέλους. ‘Να μη μας δαγκώνουν Εμάς να φοβούνται’.