Βρώμικες κιθάρες, κακοποιημένοι ενισχυτές, μελανιασμένα ντραμς και ανελέητο groove. Σε μια σούμα, αυτά περίμεναν όσους βρέθηκαν στο Temple στις 4 του Οκτώβρη για το πολυαναμενόμενο live των μεγάλων Valley of the Sun. Το lineup της βραδιάς συμπλήρωσαν εκτός από τους Αμερικάνους, οι 10code και οι Loud silence, προσφέροντας στους πιστούς οπαδούς του σκληρού ήχου ένα τρίωρο γεμάτο ηχορρύπανση, παραμορφωμένες μελωδίες και πλήθος μουσικών χρωμάτων.
Ανταπόκριση: Δημήτρης Δανόπουλος / Φωτογραφίες: Lina Koshka (περισσότερες εδώ)
Πρώτοι στη σκηνή ανέβηκαν οι Loud Silence. Θα ήταν πλέον άτοπο να γίνεται λόγος για μια “νέα μπάντα”: ο επαγγελματικός τους ήχος, η εκρηκτικότητα των riffs τους και η αρτιότητα του κάθε μέλους ξεχωριστά είναι αποτέλεσμα μιας σταθερής μακρόχρονης πορείας και κοπιαστικής δουλειάς που τους οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στο που είναι σήμερα και με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια (είναι τρομακτικό να το σκεφτεί κανείς) στο που θα είναι αύριο. Λόγω της χαμηλής προσέλευσης του κόσμου την ώρα της έναρξης, το ξεκίνημα τους ήταν λίγο “κρύο” από άποψη σκηνικής παρουσίας, γρήγορα όμως βρήκαν τα πατήματα και την δυναμική που τους χαρακτηρίζει, δίνοντας για ακόμη μια φορά ένα show που έκανε τους παλιούς να θυμηθούν γιατί ακολουθούν την μπάντα σε κάθε τους live και τους καινούριους να θυμούνται τον ήχο που μέλλει να κυριαρχήσει στην underground σκηνή. Σε αυτόν τον ήχο θα βρει κανείς μια τέλεια ισορροπία έντασης και μελωδίας: Από τη φωτιά του riff του “G”, την εκστατική ψυχεδέλεια της μπασογραμμής του “Flow with it” (και ολόκληρου, εξάλλου, αυτού του αριστουργηματικού κομματιού), τα τρομακτικά groovy drums στο κλείσιμο του “After Pain” και τα σκοτεινά vocals του “Ball n’ Chain” παίρνει κανείς μια πρόγευση από μια μπάντα στο κατώφλι της κορυφής. Από κάθε άποψη, οι Loud silence είναι αδιαμφισβήτητα το φωτεινό μέλλον της εγχώριας σκηνής και δικαιώνουν για ακόμη μια φορά την θέση τους δίπλα σε φτασμένα συγκροτήματα του χώρου. Μοναδική “αδυναμία” τους θα μπορούσε κατ’ εμέ να χαρακτηρισθεί το πλήθος των section κάθε κομματιού, κάτι που δυσκολεύει το πιο ευρύ κοινό να συγκρατήσει τον όγκο της μουσικής που δέχεται, ενίοτε δε ίσως και να το κουράζει. Δεν τίθεται ζήτημα ποιότητας ιδεών, αλλά καλύτερης κατανομής τους. Αν οι Loud βρουν τον τρόπο να μειώσουν το instrumental τους, τοποθετώντας τις πολλές τους ιδέες σε πολλά κομμάτια (και όχι σε λίγα μεγάλα) κάνοντας τα έτσι πιο άμεσα, πιο memorable και κάνοντας το κάθε riff να ξεχωρίζει χωρίς να ανταγωνίζεται πολλά άλλα riffs που συνυπάρχουν μέσα στην ίδια σύνθεση τότε η μουσική τους, το κοινό τους, η φήμη τους και τα live τους θα αρχίσουν να βαδίζουν σε ένα ολότελα διαφορετικό επίπεδο. Και τότε, δεν τους σταματάει κανείς.
Tη σκυτάλη στο stage πήραν οι 10 Code. Έχοντας τους ξαναδεί live στο παρελθόν, ήξερα ότι με περιμένει τουλάχιστον ένα πράγμα: Άρρωστα, groovy drums, αντικείμενο του μοναδικού Χάρη Αναγνώστου, μέλος των 10 Code, Void Droid και Pissed-Off Kid. Πραγματικά δεν έμεινα απογοητευμένος. Η μπάντα βγήκε περισσότερο ανανεωμένη από την τελευταία φορά που τους άκουσα από πλευράς συνθέσεων και σκηνικής παρουσίας, με το κάθε riff να γίνεται γιγαντιαίο μπροστά από το κολοσσιαίο υπόβαθρο που έχτιζαν σταθερά τα drums. Η προσέγγιση του ήχου τους είχε ένα σκοτεινό εκρηκτικό attitude που ισορροπούσε ανάμεσα σε πολλά είδη, αφήνοντας πάντως μια έντονη γεύση alternative hard rock. Τα όργανα είχαν βρει καλή ισορροπία από άποψη εντάσεων και μπορούσες να ακούσεις καλά τα πάντα, με εξαίρεση ορισμένα σημεία στα οποία η lead κιθάρα χανόταν λίγο μέσα στα “γκάζια” των κομματιών. Vocals που φτάσανε στον θεό, ενδιαφέροντα licks, ηχηρά riffs και ορισμένες πολύ μελωδικές lead μπασογραμμές ήταν μερικά από τα στοιχεία που έμειναν χαραγμένα στο μυαλό μου από την εμφάνιση τους που ήταν σίγουρα, αντάξια της επικείμενης εμφάνισης των Valley. Αγαπημένo κομμάτι το “Superman’s Cape”, μια σύνθεση που χαρακτηρίζει επαρκώς την πεμπτουσία της μπάντας, αλλά και δύο κομμάτια από τον νέο δίσκο που δείχνουν ενδιαφέρουσες προοπτικές για την μελλοντική τους δουλειά. Κατέβηκαν από την σκηνή έχοντας “ψήσει” το κοινό για το τελικό show και έχοντας “ζεστάνει” τα ηχεία, τα οποία σε λίγο θα έπαιρναν φωτιά.
Επιτέλους, γύρω στις 11 και κάτι βγήκαν στη σκηνή οι Valley of the Sun, υπό τις επευφημίες του κοινού. Από τα πρώτα 2 κομμάτια έδωσαν στον κόσμο να καταλάβει τι σημαίνει επαγγελματική μπάντα που δεν μασάει. Ο ήχος τους ήταν τέλεια ισορροπημένος και μπορούσες να ακούσεις τα πάντα, κάθε μικρή λεπτομέρεια από τον μαγικό ψυχεδελικό κόσμο που οι Αμερικάνοι απλόχερα μας προσφέρανε για σχεδόν μια ώρα. Αυτό άλλωστε ήταν απαραίτητο για το ύφος των περισσότερων κομματιών, τα οποία ήταν ένα αποτέλεσμα διαδοχικών μελωδικών υποστρωμάτων (μπάσο, ρυθμική κιθάρα, lead κιθάρα) που αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους προσφέροντας αυτό το πλούσιο ηχόχρωμα. Το όνομα τους, θέλοντας και μη, εύκολα μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ακόμη μια stoner desert μπάντα της Αμερικής, μια από τις εκατοντάδες του κινήματος της stoner underground σκηνής. Αυτή η γενίκευση είναι πέρα για πέρα βεβιασμένη και όσοι βρέθηκαν στο live και τους άκουσαν το κατάλαβαν από μόνοι τους. Πρόκειται για ένα από τα πιο πειραματικά συγκροτήματα του χώρου. Στη σύντομη παρουσία τους στο stage μας χάρισαν μια πάμπλουτη ακουστική εμπειρία με ψυχεδέλεια, ένταση και rock n’ roll. Μας βύθισαν σε καταχθόνια αργά αλλά και γρήγορα grooves, Μας ανέβασαν σε βουνά και βράχους της ερήμου και μας έφεραν ξανά στο τώρα με riffs “μπουκέτα στη μούρη” και drums που κυριολεκτικά αναρωτιέμαι πως άντεξαν τόση ώρα χωρίς να διαλυθούν.
Πρόκειται για τέσσερις παράξενους τυπάδες, των οποίων οι κινήσεις και εκφράσεις σε έκαναν να καταλάβεις ότι τα σώματα τους δεν ήταν τίποτα περισσότερο από δοχεία της μουσικής τους. Όταν η μουσική τους ήταν πράα και γαλήνια, όπως στο intro του “Old gods”, εκείνοι στεκόντουσαν ήρεμοι και συνεπαρμένοι, χαμένοι στις νότες τους. Όταν όμως η ίδια μουσική γινόταν φουρτουνιασμένη και επιθετική, όπως στο τεράστιο “Hearts Aflame” σαν μαριονέτες την ακολουθούσαν τυφλά, με ζογκλερικά στις κιθάρες και έντονη κινητικότητα. Αυτό είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που έχει κανείς την τύχη να δει σε live. Έναν καλλιτέχνη στην πιο αγνή του μορφή, μια ψυχή να έχει γίνει ένα με τον μουσικό σκοπό που εξιστορεί τις πιο λεπτές αποχρώσεις της. Σε κάτι τέτοιες στιγμές, μπορείς να δεις όλο τον κόσμο του καλλιτέχνη σε δύο μάτια. Στην προκειμένη, είδαμε τον κόσμο τον Valley σε οκτώ μάτια με τον πιο αγνό τρόπο. Και αυτό αξίζει περισσότερο από οποιαδήποτε κριτική περί μουσικής. Κορυφαία τους στιγμή ήταν το “Dreams of Sand”: Μια σύνθεση που για να αναλυθεί εκτενώς θα χρειαστεί ένα κείμενο από μόνο του. Μπασογραμμές , lead μελωδίες, υπέροχα vocals, αυτό το κομμάτι τα έχει όλα.
All in all, το live δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο. Οι τρεις μπάντες ανταπεξήλθαν πλήρως στις προσδοκίες του κοινού, χαρίζοντας μας ένα τρίωρο αγνής, ωμής μουσικής. Οι Valley of the Sun ήταν για μένα μία ευχάριστη έκπληξη, μια καινούρια ανακάλυψη που με χαρά θα εξερευνήσω περεταίρω, και σίγουρα μία που συνιστώ σε όλους τους αναγνώστες να ανακαλύψουν από μόνοι τους. Είτε είστε λάτρεις της stoner, είτε λάτρεις της ροκ, είτε εν τέλει λάτρεις της μουσικής, η μουσική των Αμερικάνων σίγουρα θα έχει κάτι για σας.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΕΔΩ