Το καράβι του true metal ετοιμαζόταν να σαλπάρει για το 14ο ταξίδι του και εμείς είχαμε κλείσει από νωρίς θέση. Μαζί με εμάς και πολυπληθές εγχώριο και αλλοδαπό κοινό που συνέρρευσε από νωρίς στο club της Λιοσίων.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Έτσι οι Σουηδοί Air Raid εξαπέλυσαν το NWOBHM τους με δύναμη μπροστά σε περίπου 150 άτομα. Μπορεί τα μέλη τους να μην ήταν γεννημένοι όταν μεσουρανούσε το εν λόγω ιδίωμα, φαίνεται όμως ότι έχουν ρίξει πολύ μελέτη σχετικά με αυτό, τόσο μουσικά, όσο και εμφανισιακά. Ο τραγουδιστής τους είχε κάτι από παλιό David DeFeis στη χροιά αλλά οι κιθάρες οδηγούσαν το μυαλό στους Saxon και στους Maiden προσθέτοντας μία γερή δόση από νέο-κλασσικά Malmsteen-ικα solos (εξ’ ου και η διασκευή στο “Rising Force” που ακούσαμε). Εντύπωση μας έκαναν τα “Black Dawn” και “Midnight Burner” που έκλεισαν την εμφάνιση.
Σειρά είχαν οι Ισπανίδες (με άντρα ντράμερ όμως και δη μουστακαλή για να κάνει τη διαφορά) Lizzies. Το πρωτόλειο punk-οειδές metal τους ομολογώ ότι δεν μου έκανε καμία εντύπωση, ενώ όλο το show κρατούσε η τραγουδίστρια όργιο η οποία τα έδωσε όλα, ενώ μάλλον προσκυνάει κάθε βράδυ την αφίσα της Joan Jett. Ακούσαμε μία διασκεδαστική διασκευή στο “Kick Out the Jams” των MC5, ήπιαμε δύο μπύρες και περιμέναμε για την συνέχεια.
Το μαγαζί είχε σχεδόν γεμίσει όταν κατέλαβαν τη σκηνή οι “δικοί μας” βετεράνοι epic metallers Airghed L’amh. Μετά από μεγάλη αποχή από τα μουσικά πράγματα είχα μεγάλη περιέργεια να δω πως θα ανταποκριθούν στη ζωντανή τους εμφάνιση. Η αλήθεια είναι πως κάποια προβληματάκια στο δέσιμο, στα κουρδίσματα και στον ήχο υπήρξαν. Όμως το πάθος των μουσικών αλλά και οι κομματάρες που ακούσαμε όπως τα “Ragnarok”, “The Hunter’s Path” και το καινούργιο “Two Ravens” υπερσκέλισαν τα προβλήματα και ικανοποίησαν το κοινό, το οποίο τους αντάμειψε με το χειροκρότημά του.
Σκυτάλη στους Νεοϋορκέζους Majestic Ryte τους οποίους πρώτη φορά τους άκουγα. Η πρώτη εντύπωση ήταν μάλλον αποθαρρυντική καθώς έδιναν την εντύπωση μεσόκοπων που παίζουν για τα συντάξιμα. Ο δε τραγουδιστής τους έμοιαζε με συνταξιούχο κτηματομεσίτη (αργότερα παραδέχτηκε από μικροφώνου ότι είναι συνταξιούχος χρηματιστής;!). Όταν όμως η μουσική τους έφτασε στα αυτιά μας έφαγα τη γλώσσα μου. Το υλικό τους που προήλθε ως επί το πλείστον από το μοναδικό κασετο-Ep τους του 1988 βλέπει στα μάτια οτιδήποτε κυκλοφόρησαν οι Fates Warning εποχής Arch. Φοβερά κομμάτια με στεντόρειες αλλά και μελωδικές φωνητικές γραμμές, που συντάραξαν ολόκληρο το venue. Περιμένουμε με ανυπομονησία καινούργια τραγούδια όπως το “Hadrian’s Path”.
Όσοι γουστάρουν το Γερμανικό speed metal, που στην ουσία είναι οι Judas Priest με στεροειδή, έτσι όπως το έπαιξαν οι πρώιμοι Helloween, οι παλιοί Rage και οι Holy Moses, θα είχαν απανωτούς οργασμούς με το set των Iron Angel οι οποίοι πήραν κεφάλια. Η εμφάνισή τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από τη λέξη “δύναμη”. Μπορεί ο μόνος που έχει απομείνει από την κλασσική μπάντα να είναι ο τραγουδιστής (και κρυφός αδελφός του Udo Dirkschneider) Dirk Schröder, όμως όλα τα νέα μέλη έχουν μπει στο κλίμα των μέσων 80’s, τότε που στη Γερμανία μεσουρανούσε το speed thrash και κυκλοφορούσαν αριστουργήματα. “Legions of Evil”, “Hellbound”, “Stronger Than Steel” και κλείσιμο με το encore “Writing’s on the Wall” και το φεστιβάλ θα μπορούσε να τελειώσει εδώ με πονεμένους σβέρκους και λαρύγγια.
Οι Eternal Champion ήταν για πολλούς ο λόγος προσέλευσης στην πρώτη μέρα του Up the Hammers, καθώς το power epic metal τους, που κινείται ανάμεσα στην παράδοση των Maiden και στις cult αναφορές στους Omen και Manilla Road με μικρές δόσεις Slough Feg, είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στους γνώστες. Τη δημοφιλία τους συνεπικουρούν οι πραγματικά ποιοτικές συνθέσεις με δυναμικά riffs και αξιομνημόνευτα solos. Μπορεί ο ταγουδιστής τους να είναι 90% μούσκουλα και 10% φωνή και να μας έπρηξε στα “ουγκχ!” που φώναζε συνέχεια, όμως η μουσική τους μας αποζημίωσε. “The Armor of Ire”, “The Cold Sword”, “I Am the Hammer” και δύο φοβερές διασκευές σε Mystic Force (“Awakened by the Dawn”) και Manilla Road (“The Veils of Negative Existence”) ζωγράφισαν στο μεταλλικό καμβά της βραδιάς αφήνοντας μας διαλυμένους αλλά και ανυπόμονους για αυτό που θα ακολουθούσε.
Δεν είχα παρευρεθεί δυστυχώς στην προηγούμενη εμφάνιση των Armored Saint το 2000 στη χώρα μας, αλλά είχα ακούσει τα απίστευτα. Αυτός ήταν ένας μόνο από τους λόγους για την ανυπομονησία που είχε δημιουργηθεί για το σημερινή συναυλία. Το ίδιο σημαντική όμως είναι και η τεράστια εκτίμηση που έχουν δημιουργήσει στο κοινό οι μουσικοί του σχήματος, οι οποίοι είναι πραγματικοί εργάτες του metal με μεγάλη προσφορά, συμπαθέστατοι και χωρίς ανούσια rockstar-ιλικια. Επίσης το τελευταίο τους πόνημα “Win Hands Down” (2015) είναι ΔΙΣΚΑΡΑ!
Με το ομώνυμο τραγούδι αυτού του album βγήκαν λοιπόν και από την αρχή έγιναν ταυτόχρονα σαφή τα εξής: Θα βλέπαμε ένα ιστορικό live, με άψογο ήχο, από μουσικούς που έχουν μεγάλη όρεξη. Από πού να ξεκινήσουμε; Tο setlist ήταν άκρως περιεκτικό αλλά και ενδιαφέρον καθώς περιελάβανε προφανείς crowd pleasing επιλογές όπως τα “March of the Saint”, “Raising Fear” και “Reign of Fire”, αλλά και άλλες πιο «περίεργες» όπως τα “That Was Then, Way Back When” και “After Me, the Flood”, καταφέρνοντας να διατρέξει ολόκληρη τη δισκογραφία τους.
Ο John Bush είναι ένα φυσικό φαινόμενο καθώς παράλληλα με τα μαγικά που έκανε με την άψογη φωνή του (παρόλη τη νύξη για την ηλικία τους) κατόρθωσε να χτυπιέται, να κραδαίνει το σπαθί του, να σκαρφαλώνει στα ηχεία, να κάνει crowd surfing, να αστειεύεται με το κοινό αλλά και να σμίξει με αυτό κατεβαίνοντας από τη σκηνή. Ο αγαπημένος του Ελληνικού κοινού Joey Vera ήταν ο κύριος εμπνευστής της εμφάνισης, καθώς άφησε την περιοδεία με τους Fates Warning (την ερωμένη του όπως αστειεύτηκε ο Bush) για να παίξει με την επίσημη αγαπημένη του και να δώσει μαθήματα metal μπάσου. Οι Phil Sandoval και Jeff Duncan σόλαραν ακατάπαυστα με νεύρο αλλά και ουσία, και πειραματίζονταν με καθαρούς ήχους συνεισφέροντας στο χαρακτηριστικό για την μπάντα groove. H δε ανθρωπόμορφη μηχανή των τυμπάνων που ακούει στο όνομα Gonzo Sandoval προκάλεσε δέος αλλά και συγκίνηση όταν, πριν το “Aftermath” έστρεψε τις μπακέτες προς τον ουρανό σε μία αφιέρωση/προσευχή προς τον αδικοχαμένο κιθαρίστα τους Dave Prichard.
Ιδανικό κλείσιμο και στέρεμα φωνής και αντοχής μέσα στο pit με τα σαρωτικά “Can U Deliver” και “Mad House”. Ελπίζω να μη χρειαστεί να περιμένουμε τόσο πολύ για να ξαναδούμε τη μεγάλη αυτή μπάντα και να ξαναζήσουμε ανάλογες στιγμές. Όσοι δεν παρευρέθησαν απλά έχασαν.