Ζακ Ανανιάδης και Πάνος Παναγιωτόπουλος καταθέτουν τις απόψεις τους για την εμφάνιση των Unsane, με τους ‘δικούς μας’ Μαύρο Γάλα, στο Temple, την προηγούμενη Τρίτη, 2 Μαΐου. Στις φωτογραφίες, η Αναστασία Παπαδάκη (πλήρες photo report εδώ).
Ζακ Ανανιάδης
Οι Unsane ήρθαν, σάρωσαν, και περιμένουμε πως και πως να μας ξαναρημάξουν τ’ αυτιά. Παρά την βροχή, την απότομη πτώση της θερμοκρασίας, τη (φαινομενικά) λιγοστή προσέλευση του κόσμου, λίγο και η ξενέρα της καθημερινής, η βραδιά εξελίχθηκε σ’ ένα από τα πιο καθαρτικά και no-bullshit events των τελευταίων… μηνών, ετών;
Οι Μαύρο Γάλα ξεκίνησαν το set τους στις 21:30. Ενδιαφέρον ήχος που κινείται στο screamo hardcore-punk με post-hardcore (και κάποια noise/sludge θα έλεγα) στοιχεία. Το Αθηναϊκό τρίο έπαιζε σε δυνατές εντάσεις, προετοιμάζοντας επάξια το έδαφος για τους Unsane, καλώντας τους πιστούς σιγά σιγά προς τη σκηνή. Με 3 δίσκους στο βιογραφικό τους, 1 split, κι 1 ΕΡ, οι ΜΓ είναι μια εδραιωμένη μπάντα στην underground DIY σκηνή, αποδεικνύωντας το και επί σκηνής με την αεικίνητη τους παρουσία και το μανιασμένο τους performance.

Κατά τις 22:45 οι Unsane ανέβηκαν στη σκηνή, και στο άκουσμα του “Organ Donor” ξέσπασε πανικός. Μονομιάς οι γνώριμες “δυσαρμονίες” τους πλημμύρισαν το Temple και μια “αρρωστημένη” νοσταλγία φώλιασε για τα καλά στις καρδιές μας. Ακολούθησαν τα “Bath”, “Maggot”, “Cracked Up”, “Slag”, “Vandal-X”, “HLL” και “Cut”. Όλα από τον πρώτο και ομώνυμό τους δίσκο του 1991. Αναμενόμενο, διότι, ως γνωστόν, το setlist τους απαρτίζονταν κυρίως από την πρώτη τους περίοδο. Κάτι που δε χάλασε κανέναν.
Από το Occupational Hazard ακούστηκαν τα “Committed” και “Over Me”, κι όσο προχωρούσε η βραδιά τόσο πιο έντονες ήταν και οι συγκινήσεις. Η συμμετοχή του κοινού αυξανόταν, και οι Unsane ανταποκρίνονταν σε αυτό δίνοντας το 100% του εαυτού τους.
Με τον εγκρατή Chris Spencer, αλλά τσιγκλώντας συνεχώς τον Cooper στο μπάσο, και υπό το βλέμμα του ακλόνητου Jon Syverson πίσω από τα τύμπανα, οι Unsane δεν έκρυβαν ότι το διασκέδαζαν επί σκηνής, επικοινωνώντας το και με τον κόσμο. Καταιγιστικοί κι αδυσώπητοι, έπαιζαν το ένα κομμάτι πίσω από τ’ άλλο χωρίς σταματημό, εξουδετερώνοντας την οποιαδήποτε υποψία ησυχίας. Αν και μαζεμένος στα λόγια, ο Chris Spencer υπήρξε αρκετά φιλικός τις λιγοστές φορές που απευθύνθηκε στον κόσμο.

Παρά τις τεχνικές δυσκολίες που αντιμετώπισε ο μπασίστας περίπου στα μισά του λάιβ – μιας και δεν έπαιζαν με τον δικό τους εξοπλισμό – το set κίνησε ομαλά για το υπόλοιπο της βραδιάς. Εν συνεχεία μοιράστηκαν μαζί μας τα “We’re Fucked” από το τελευταίο τους άλμπουμ Sterilize, “Scrape” (ίσως το πιο promoted τους κομμάτι), αλλά και “Empty Cartridge”, “Get Off My Back”, κάνοντας μια μικρή γύρα στη δισκογραφία τους. Στο encore επέστρεψαν για 4 ακόμη κομμάτια, κλείνοντας με το “Broke” και το “Concrete Bed”, υπό τις ιαχές ενός εκστασιασμένου κοινού.
Παίζοντας 20 κομμάτια και βάλε μέσα σε μιάμιση ώρα, η ιστορική αυτή μπάντα της Νέας Υόρκης επέδειξε, ανεπιτήδευτα, την εμπειρία και το ειδικό της βάρος. Κι όσοι βρέθηκαν στο Temple το βράδυ της Τρίτης θα έχουν να το λένε.
Με το συναυλιακό απόηχο να αντηχεί στο κρανίο μου, και το μόνιμο πλέον βουητό στ’ αυτιά μου, βγήκα από το κλαμπ χαιρετώντας φίλους & γνωστούς – ευγνώμονες όλοι που το ζήσαμε κι αυτό. Χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλα το Occupational Hazard στα ακουστικά και τράβηξα προς το σπίτι αγνοώντας τη βροχή. Ό,τι καλύτερο.
Πάνος Παναγιωτόπουλος
Η πρόσφατη εμφάνιση των Unsane στην πόλη μας ήταν η δεύτερη και η πιο φαρμακερή τους. Παρά την κακοκαιρία (έριξε βροχή, όχι αστεία) αρκετοί ήταν αυτοί που βρέθηκαν στο venue της Ιάκχου, για να τιμήσουν το σημαντικότερο -εν ζωή- noise rock σχήμα που έχει περάσει ποτέ απ’ τον πλανήτη. Παρέα τους, τα “δικά μας” παιδιά, οι πάντα εξαιρετικοί Μαύρο Γάλα, σε μια βραδιά γεμάτη ένταση και πάθος για τους fans του εναλλακτικού σκληρού ήχου.
Δεδομένου πως τους Μαύρο Γάλα τους έχουμε συνηθίσει να εμφανίζονται σε πιο DIY σκηνικά και υπόγειες χοροεσπερίδες, η ανακοίνωση τους ως support των Aμερικανών ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Το απολαυστικά οργανωμένο post-hardcore/math (πες το όπως θες) συνθετικό χάος τους, έλαμψε με τη βοήθεια του set-up του αγαπημένου μας ναού, χαρίζοντας μας μια απίθανη εμφάνιση. Απόλυτα συντονισμένοι, οι Αθηναίοι μας παρουσίασαν μέρος της δισκογραφίας τους σε ένα εξ’ ολοκλήρου highlight-ed show, κερδίζοντας τις εντυπώσεις και του τελευταίου -ανυποψίαστου- ακροατή. Τιμή μας, και τιμή τους λοιπόν.

Αν και οι όμορφες εποχές που ξετρυπώναμε πρωτοπόρες -ως προς τον ήχο τους- μπάντες όπως τους Unsane (απ’ τις συλλογές της Matador και της Amphetamine Reptile μας προέκυψαν αυτοί κυρίως) έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, είναι πάντα όμορφο να βλέπεις πως μια απ’ αυτές τις νεανικές σου αγάπες εξακολουθεί να ηχογραφεί και ακόμη να έχει να προσφέρει πολλά στη φάση. Τα παραπάνω λοιπόν μας απέδειξαν και επί σκηνής, στη νέα μας συνάντηση επί ελληνικού εδάφους.
Με τη βοήθεια του Jon Syverson (Daughters) στα τύμπανα, και του αεικίνητου Eric Cooper (Made Out Of Babies) στο μπάσο, το θορυβώδες σχήμα του Chris Spencer ανέβηκε στη σκηνή, και μας κέρασε μια ακόμη -αξέχαστη- εμπειρία. Με μπούσουλα της περιοδείας τους, ένα medley ήχων απ’ τα πρώτα τους δισκογραφικά βήματα οι Unsane μας γοήτευσαν -και μας ταρακούνησαν- με ένα αδιανόητα εκρηκτικό best of set. Χωρίς πολλά πολλά, την βραδιά άνοιξαν κομμάτια οπως τα “Organ Donor”, “Maggot”, “Cracked Up”, αλλά και το αγαπημένο μας -τεράστιο- “Vandal X”, με τον κύριο Spencer να φτύνει στίχους (και να φτύνει γενικώς) απ’ το μικρόφωνο κατ’ ευθείαν στις ψυχές μας.

Αν και μπούκαραν με φόρα, λίγο πριν το εντυπωσιακό “Over me”, άρχισαν να εμφανίζονται κάποια τεχνικά προβληματάκια στον “δανεικό” εξοπλισμό τους και τα monitor (μάλλον) του μπάσου, με τον Cooper να χάνει για λίγο τον έλεγχο της κατάστασης και μεις με τη σειρά μας τον συντονισμό μας. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν ήταν αρκετό για να μη γλεντήσουμε χωρίς αύριο με tracks όπως τα “We’re Fucked”, “Scrape”, και αυτό το διαμαντάκι που βάφτισαν “Only Pain”. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μας χάραξαν στις μνήμες -και τα κορμιά μας- και ένα μαγικό encore.
Οι Unsane, γνήσια τέκνα του αμερικάνικου underground μας έκαναν παντοτινά δικούς τους για ακόμη μια (και ας ελπίσουμε όχι τελευταία) φορά. Μπαντάρα απ’ τις λίγες, και τους ευχαριστούμε πολύ για όλα.