Θα αρχίσω λίγο παράδοξα, κάηκε η μητρική του υπολογιστή μου και γράφω άρθρα ή στο κινητό μου (η μυωπία έρχεται) ή στο μαγαζί του φίλου μου του Νίκου. Οπότε γενικά η ζωή μου έχει γίνει λίγο δυσκολότερη, αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι την δεδομένη στιγμή δεν έχω πρόσβαση στους σκελετούς των άρθρων που έιχα ετοιμάσει για τα τακτικά μου άρθρα. Σε όλα αυτά προσθέστε και το γεγονός ότι δύο μέρες σερί είχε live (Varathron και Kawir) και ότι σε περίπου μία ώρα πρέπει να είμαι στο Peiraeus Academy να δω τους Hammerfall και έχετε μία πλήρη εικόνα για το τι μου συμβαίνει την δεδομένη στιγμή.
Για να μπορέσω λοιπόν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να γράψω άρθρο της προκοπής έπρεπε να διαλέξω ένα θέμα που κατέχω καλά, πολύ καλά. Χωρίς λοιπόν καμία επετειακή ημερομηνία, δίχως δηλαδή να υπάρχει επί της ουσίας αφορμή, σήμερα θα μιλήσουμε για τον μεγάλο Walfar και ελπίζω να μην έχω βάλει τα κλάματα όταν τελειώσω το άρθρο.
Και ξεκινώ, χωρίς να googl-άρω τίποτα. Ο Terje Bakken, λοιπόν, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήρθε στην ζωή στις 03/09/1978, στο Sogndal της Νορβηγίας. Είχε μία ιδιαίτερη αγάπη για την περιοχή στην οποία γεννήθηκε – δεν τυχαίο άλλωστε ότι στις αρχές για τα κομμάτια των Windir χρησιμοποιούσε την τοπική τους διάλεκτο και ονόμαζε την μουσική του ως Sogndametal. H αλήθεια είναι ότι στην αρχή περιηγήθηκε αρκετά στο ακραίο metal μέχρι να καταλήξει σε αυτό που πραγματικά του άρεσε. Και τι ήταν αυτό που του άρεσε; Black metal με folk/viking στοιχεία, με μελωδίες που χαρακτηρίζουν τις συνθέσεις του, τα οποία όσο θα εξελίσσεται ως μουσικός θα γίνονται όλο και πιο έντονα.
Σε ηλίκια μόλις δεκαεννιά ετών κυκλοφορεί την πρώτη του δούλεια με το σχήμα, τους Windir, όπου παίζει από ακορντεόν μέχρι πλήκτρα και από κιθάρα μέχρι μπάσο. Α! Επίσης τραγουδάει και παίζει και τύμπανα. Ναι, τα κάνει όλα! Διόρθωση: τα κάνει όλα σε υψηλότατο επίπεδο μόλις στα 19 του. Το “Sóknardalr” προκαλεί μεγάλο ντόρο, άλλωστε μιλάμε για ένα “παιδάκι” με δινή εκτελεστική και συνθετική ικανότητα. Μόνο έναν μπορώ να θυμηθώ στο είδος με παρόμοια δυνατότητα, έναν που καταγόταν από μία γείτονο χώρα, τον Quorthon. Αφού λοιπόν πλέον πολλοί έχουν στρέψει το βλέμμα του προς τις βόρειες ακτές της Νορβηγίας. Έτσι δύο χρόνια αργότερα έρχεται η φυσική εξέλιξη των Windir και το “Arntor”. Στα αυτιά μου ο Terje έχει επιτύχει σε αυτόν τον δίσκο κάτι αφύσικο, τι έχει κάνει; Έχει πετύχει να κυκλοφορήσει ένα δίσκο πιο επιθετικό αυξάνοντας κατακόρυφα τα μελωδικά σημεία του δίσκου. Χαζέψατε; Nαι, την είχε αυτήν την ικανότητα.
Η δημοτικότητα των Windir αρχίζει να αυξάνεται ραγδαία, έτσι λοιπόν αποφασίζει να ενώσει τις δυνάμεις του με τον επί χρόνια φίλου του Hvàll και την τότε μπάντα του Ulcus. Απότελεσμα αυτού του γάμου είναι το “1184”, το αγαπημένο μου δηλαδή album. Για την συγκεκριμένη δουλειά θα μπορούσα να μιλάω επί ώρες (δυνατότητα που γενικά την εχώ), θα αρκεστώ να πω το εξής: αν στον δεύτερο δίσκο πέτυχε κάτι που φάνταζε όχι απλά αφύσικο, μα και αδύνατο. Πιθανότατα στο μυαλό του έψαχνε τον τέλειο δίσκο, όπως μπορεί να τον όριζε η ιδιοφυία του, το κάνει λοιπόν ακόμα πιο ατμοσφαιρκό, μελωποιόντας επί της ουσίας το κλίμα της περιοχής και έτσι, παρότι πλέον οι στίχοι είναι στα Αγγλικά, το album όχι απλά δεν χάνει κάτι από την folk ταυτότητα των Windir, αντιθέτως αυτή ενισχύεται. Στην ίδια λογική είναι και το επόμενο και τελευταίο του πόνημα το Likferd.
Η ζωή του Valfar θα χαρακτηριστεί από δύο τραγικές ειρωνείες, η μεγαλύτερη μουσική του επιτυχία (ας μου επιτραπεί η φράση) είναι το “Journey to the End”, στο οποίο περιγράφει το πρόωρεο ταξίδι κάποιου προς τον θάνατο, σαν δηλαδή να ήθελε να προετοιμάσει του πάντες για αυτό που ένιωθε να έρχεται. “I embraced my vision, as it was common for me/ A fate, a destiny, an inevitable early death Finally I’m dead/ And the vision is revealed for everyone else”. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ στο Sogndal που τόσο αγαπούσε, μία χιονοθύελλα από αυτές που τόσο λάτρευε, θα τον οδηγήσει στον θάνατο από το κρύο που τόσο ενέπνεε. Σε ηλίκια μόλις 25 ετών ο Valfar θα ξεκινήσει το ταξίδι προς την αιωνιότητα, προς την Valhalla αν προτιμάτε, λες και οι θεοί της φύσης που τόσο αγαπούσε και τραγουδούσε ήθελαν να τον κάνω ντούετο με τον Quorthon και τους πήραν μάζι.
Ο Valfar ο Μαχητής λοιπόν, πέτυχε να αναστατώσει για τα καλά αυτόν εδώ τον κόσμο και να μας στοιχειώσει όλους, καθώς σε νιφάδα χιονιού θα είναι σαν να ακούμε τις νότες του, σε κρύα νύχτα θα μας συντροφεύουν τα albums που τόσο απλόχερα μας χάρισε και κάθε στιγμή μας αλαζονείας θα μας θυμίζει πως οι πραγματικά σπουδαίοι είναι και ταπεινοί. Γιατί ο Valfar δεν τραγούδησε για την δόξα και τα χρήματα, αλλά για τις δύο του μεγάλες αγάπες, το Sogndal και την μουσική.
Valfar, ein Windir
Valfar, ο Μαχητής