Κάτι η επικαιρότητα, κάτι ένα format που χρειάστηκε ο υπολογιστής μου, είχαν ως αποτέλεσμα το Κυριακάτικο άρθρο να αργήσει, ελπίζω για τελευταία φορά. Σήμερα λοιπόν θα ασχοληθούμε με μία μπάντα που φέτος κλείνει τριάντα χρόνια ζωής, ο λόγος για τους ηγέτες της σκηνής μας, Rotting Christ. Επειδή όμως η ποσότητα μελάνης που έχει χυθεί για αυτήν την μπάντα, έχει ξεπεράσει σε βάρος προ πολλού τους τόνους, δεν θα μιλήσω για τα τριάντα χρόνια ύπαρξης τους, αλλά για τα δεκαέξι που τους ακούω και παρακολουθώ εγώ.
Εκεί γύρω λοιπόν στα δεκαέξι μου (καρφώνω και την ηλικία μου), είχα αρχίσει να προσπαθώ να ασχοληθώ με το χώρο του ακραίου metal. Είχα, λοιπόν, ακούσει για τρεις ελληνικές μπάντες που ξεχώριζαν, τους Septic Flesh (τότε ήταν ακόμα δύο λέξεις), τους Nightfall και φυσικά τους Rotting Christ. Αμέσως μου έκαναν οι τελευταίοι το κλικ. Κάτι το όνομα που ηχούσε στα αυτιά μου εξόχως ακραίο, λίγο ότι από τότε είχα μία ροπή προς το black έναντι του death (αυτή η ροπή μετά από λίγα χρόνια αντιστράφηκε, μέχρι που φτάσαμε στο σήμερα, όπου ισορροπεί), συν το γεγονός ότι μου είχαν δώσει γραμμένο σε κασέτα το “Non Serviam” (το κομμάτι εννοώ, όχι το album). Ένα βράδυ, λοιπόν, η αδερφή μίας φίλης μου, μου φέρνει το “Genesis” πριν την κυκλοφορία του. Η ιστορία λέει ότι της το είχε δώσει ο ίδιος ο Σάκης αυτοπροσώπως, μία ιστορία που ποτέ δεν επιβεβαίωσα, γιατί απλά θέλω να διατηρήσω αυτόν τον μύθο στο μυαλό μου. Πάω λοιπόν σπίτι όλο λαχτάρα να ακούσω την τελευταία προσθήκη της συλλογής μου και το αποτέλεσμα ομολογώ ότι δεν ήταν αυτό που περίμενα. Μέχρι και σήμερα, αν με ρωτήσεις, θεωρώ ότι το συγκεκριμένο album είναι ένα από τα πιο δύσπεπτα των Rotting Christ, ως προς την ακρόαση. Για καλή μου τύχη ο δίσκος ανοίγει -αν θυμάστε- με το “Daemons”. Μόνο που άκουγα την λέξη Δαίμονες, μου ήταν αρκετό για να πιέσω τον εαυτό μου να ακούσει όσες πιο πολλές φορές μπορεί τον δίσκο. Ακρόαση με την ακρόαση άρχισα να το εκτιμώ όλο και περισσότερο, αλλάζοντας αγαπημένο κομμάτι από εβδομάδα σε εβδομάδα (πλέον είναι το “Quintessence”), κάνοντας με να το αγαπήσω όσο λίγα albums στην ζωή μου.
Σ’εκείνα τα παλιά τα χρόνια, δεν είχαμε και εύκολη πρόσβαση στο Internet, οπότε ήταν λίγο εύκολο να μείνεις πίσω στα νέα. Τον καιρό που κυκλοφορούσε το “Khronos”, εγώ αγόραζα το “Triarchy” (όπως δεν έχω πει ποτέ στην ζωή μου ολόκληρο τον τίτλο του, έτσι δεν πρόκειται να τον γράψω επίσης ποτέ) και το “Sleep of the Angels”. Αφού, λοιπόν, είμαι πλήρως ενημερωμένος για τις εξελίξεις #not, πάω να ακούσω την αγαπημένη μου ελληνική μπάντα (για να απαντήσω στο ερώτημα σας, προφανώς και δεν ήξερα άλλες, εξ’ ονόματος τις δύο που προανέφερα και fun fact, νόμιζα ότι οι Rotting Flesh ήταν μία tribute τύπου μπάντα για τους Rotting Christ και τους Septic Flesh). Πρώτος θα μπει στο CD player ένας δίσκος που έμελλε να μείνει για πολύ καιρό εκεί, το δοξασμένο “Triarchy”. Αυτό το album, κοιτώντας σήμερα, που έχω μεγαλώσει και έχω βάλει και λίγο παραπάνω μυαλό, το θεωρώ αψεγάδιαστο. Οι συνθέσεις του μπορεί να μην είναι ό,τι πιο πολύπλοκο θα ακούσει κανείς στην ζωή του (βέβαια για να ακούσεις καλό κομμάτι, δεν χρειάζεται ο άλλος να έχει λύσει τετραπλό λογαριθμικό ολοκλήρωμα για να συνθέσει το θέμα του), αλλά όλες είναι μία και μία. Από πού θέλετε να ξεκινήσουμε; Από το “King of a Stellar War”, το οποίο ακόμα και αν το ακούσω ανάμεσα σε άλλα 100.000 κομμάτια μπορώ να ξεχωρίσω ακόμα και σε ποιο βρίσκεται, που κι ας το έχω τόσες πολλές φορές, σε αυτό το γύρισμα από την εισαγωγή για να μπει στο πρώτο κουπλέ πάντα θα νιώθω σαν να το ακούω πρώτη φορά; Ή να πούμε για το “Snowing Still”, του οποίου το riff όσο old school είναι, άλλο τόσο φρέσκο ακούγεται; Ειλικρινά μπορώ να κάνω αυτήν την δουλειά για κάθε τραγούδι του δίσκου, πραγματικά τον θεωρώ ως τον δίσκο ορόσημο για την εξέλιξη τους. Πιστεύω δε, ότι τότε και οι ίδιοι κατάλαβαν πως αυτό που κάνουν μπορεί να τους ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο.
Το “Sleep of the Angels” ομολογώ ότι τότε το σνόμπαρα λίγο, θέλετε ότι είναι λίγο πιο μελωδικό (αλλά και απείρως σκοτεινότερο) από ό,τι άντεχαν τα αυτιά μου τότε – γιατί ήμουν και πολύ κακός μεταλλάς τότε; Πάντως κάτι με έκανε να το υποτιμήσω. Μέχρι που κάποια στιγμή, συζητώντας με κάποιους φίλους μου, οι οποίοι μου έλεγαν ότι οι RC ήταν πολύ σκληροί για του γούστα τους, τους βάζω να ακούσουν το αγαπημένο μου από το δίσκο “Der perfekte Traum” (λες και είχα ακούσει και τα υπόλοιπα και είχα και άποψη) και όντως πετυχαίνω τον σκοπό μου. Την ώρα που πάω λοιπόν να αλλάξω το CD, γιατί ήρθε η ώρα να ακούσουν και τα πιο σκληρά και να τους μυήσω για τα καλά στον κόσμο της σήψης, ξεκινάει το “After Dark I Feel”, αμέσως ακούγονται ιαχές τύπου «Εεεεε, τι πας να κάνεις ρε, άστο» και μερικά ακόμα ακατάλληλα κοσμητικά επίθετα. Αποτέλεσμα αυτού του «μαθήματος» που πήγα να κάνω, ήταν πάρω εγώ το μάθημα, να μην κρίνω ποτέ έναν δίσκο πριν κάτσω να τον ακούσω με προσοχή.
Έπρεπε όμως να πάω είκοσι για να τους δω πρώτη φορά live και αν δεν κάνω λάθος, ήταν νομίζω στο An, ένα επετειακό live όπου έπαιξαν κομμάτια από τα δύο πρώτα, “The Mighty Contract” και “Non Serviam”. Εκεί είναι λοιπόν που ως γνωστός ανάποδος, αντί για να κολλήσω με το εκπληκτικό “Non Serviam”, έφαγα το σκάλωμα μου με το “Satanas Tedeum”. Βλέπετε έπαιξαν το “The Fist of the Grand Whore”, το οποίο αν και άκουγα για πρώτη φορά στην ζωή μου (πλάκα πλάκα σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ αν το έχουν ξαναπαίξει live και πραγματικά δυσκολεύομαι να βρω άλλη φορά) ένιωθα σαν το άκουγα από πάντα, οπότε μετά από αυτό ξεκίνησε μία προσωπική Οδύσσεια για να καταφέρω να το βρω. Για το live δεν έχω να σας πω κάτι ιδιαίτερο, καθώς ήταν μία κλασική Rotting Christ εμφάνιση, γεμάτη ένταση, πάθος και πάνω από όλα αυτό που τους έκανε και ότι είναι σήμερα, μουσική από fans για fans.
Επόμενο ορόσημο της σχέσης Γιώργου – Rotting Christ, έρχεται το μακρινό πλέον 2007, όπου και κυκλοφορεί το “Theogonia”. Αν με ρωτήσετε ακόμα και τώρα το θεωρώ τον καλύτερο δίσκο των Rotting Christ, έναν από τους σημαντικότερους στον ακραίο χώρο και αν το “Triarchy” ήταν η ένδειξη της εκτόξευσης που θα ακολουθούσε, το “Theogonia” ήταν η αδιάσειστη απόδειξη ότι αυτό το σχήμα θα γκρέμιζε για τα καλά τα τείχη της Ελλάδας. Νομίζω ότι πλέον δε χρειάζεται να αναφέρω κάτι άλλο, καθώς από δω και πέρα η ιστορία είναι γνωστή σε όλους μας, αυτό όμως που κράτησα για το τέλος είναι η καθαρά προσωπική μου άποψη για την μπάντα. Αυτό που ξεχώρισε τους Rotting Christ, αυτό που τους έκανε να κάνουν την έφοδο προς τον ουρανό, δεν ήταν το εξωπραγματικό τους ταλέντο, αλλά ότι όλο αυτό το ταξίδι το ξεκίνησαν με σεμνότητα, χωρίς μεγάλα λόγια, χύνοντας τόνους ιδρώτα τόσο στο studio όσο και σε κάθε σανίδι, σε οποιαδήποτε κουκκίδα του χάρτη, αποδεικνύοντας ότι αν βγαίνεις και λες την δική σου καλλιτεχνική αλήθεια, αργά ή γρήγορα θα ανταμειφθείς. Πείτε το ειμαρμένη, πείτε το διαλεκτική εξέλιξη των πραγμάτων, οι Rotting Christ θα αποτελούν για πάντα την επιβεβαίωση αυτού. Αυτός είναι και ο λόγος που ποτέ δεν τους ευχηθώ να τα εκατοστήσουν (καλά να είναι οι άνθρωποι, καλλιτεχνικά το εννοώ), βλέπετε δεν το έχουν ανάγκη, η κληρονομία των Rotting Christ θα είναι εδώ και σε εκατό χρόνια. ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΕΣΤΕ!