Κάθε δίσκος παίζει το δικό του ρόλο στην ιστορία μιας μπάντας. Κάποιοι δίσκοι είναι καθοριστικοί, κάποιοι αδιάφοροι κτλ. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πατέντα για να πούμε ότι ο Χ δίσκος της είναι κρίσιμος, είναι σημαντικό να εξετάζουμε την ιστορία του εκάστοτε συγκροτήματος. Εν προκειμένω, το τέταρτο album των Uncle Acid and the Deadbeats τους βρίσκει σε μια πολύ σημαντική καμπή της ιστορίας τους και (πιθανώς) να παίξει βασικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία τους. Μετά το φοβερά δυσεύρετο ντεμπούτο τους “Vol. 1” το 2010, κυκλοφορήσαν το “Bloodlust” (2011), το οποίο επανακυκλοφόρησε η Rise Above Records ως πρώτο τους δίσκο, στρέφοντας τα βλέμματα του doom κόσμου , και όχι μόνο, πάνω τους.
Μέχρι τότε δρούσαν κυρίως ως το προσωπικό project του ιδιόρρυθμου τραγουδιστή τους Kevin Ryan Starrs κάνοντας πολύ περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων. Το τρίτο τους album τους, “Mind Control” (2013), τους έβαλε για τα καλά στα σαλόνια, με σαφώς περισσότερες 70s επιρροές, μεγαλύτερα σε διάρκεια κομμάτια και περισσότερη ψυχεδέλεια. Έκαναν αρκετά μεγάλες headline περιοδείες αλλά αυτό που έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στο να παγιωθούν ως αναγνωρισμένο συγκρότημα ήταν η περιοδεία τους ως support στους Black Sabbath (οι οποίοι τους επέλεξαν προσωπικά ανάμεσα από 7-8 άλλα σχήματα!) το 2013.
Κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα και μετά από δύο χρόνια αναμονής έχουμε επιτέλους το καινούριο Uncle Acid πόνημα. Ο λόγος που είναι σημαντικός αυτός ο δίσκος είναι γιατί τοποθετείται χρονικά αμέσως μετά το μεγάλο τους breakthrough, τόσο στη δισκογραφία όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις. Ο πήχης είναι πάρα πολύ ψηλά και, λόγο του ύφους της μουσικής τους, είναι πολύ εύκολο να αναμασήσουν έτοιμα πράγματα.
Ο ίδιος ο Starrs περιγράφει τον δίσκο ως ένα “παλιό, φτηνό, βρώμικο βιβλίο των 25 σέντς, το οποίο έγινε film noir και 20 χρόνια αργότερα επανακυκλοφόρησε ως ένα υπερβολικά βίαιο Giallo film.” Το “The Night Creeper” έχει την δική του ιστορία, με τους χαρακτήρες να εντάσσονται πλήρως στην ατμόσφαιρα που ήθελε να φτιάξει η μπάντα. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες του σεναρίου καθώς έχει τη δική του μαγεία να ασχοληθεί κανείς με το πως αυτό εκτυλίσσεται μέσα από τους στίχους και τις διαφορετικές εντάσεις και μελωδίες των κομματιών. Θα πω παρ’ όλα αυτά, ότι αυτή η ανατριχιαστική, μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το album είναι φανταστική!
Σε αυτό κρύβεται και η μοναδικότητα των Uncle Acid. Αντικειμενικά δεν παίζουν κάτι καινούριο αλλά ο τρόπος που συνδέουν τον τρόμο με τα μουσικά κηρύγματα των Black Sabbath και τις pop πιασάρικες μελωδίες με μια Beatles αισθητική είναι ανεπανάληπτος. Κάπου εδώ θα βάλω ένα φρένο στο οπαδιλίκι Uncle Acid και θα προσπαθήσω να μιλήσω λίγο πιο αντικειμενικά. Το “The Night Creeper” είναι ο μεγαλύτερος σε διάρκεια δίσκος τους με 10 κομμάτια σε 54 λεπτά. Ωστόσο, με εξαίρεση το “Slow Death”, τα κομμάτια είναι μικρότερης διάρκειας από το “Mind Control”. Έχουν καταφέρει επίσης να μαζέψουν την απλωμένη ψυχεδέλεια που ήταν αρκετά έντονο χαρακτηριστικό του τελευταίου. Ταυτόχρονα, καλώς ή κακώς, δεν γυρίζουν ακριβώς πίσω στα μονοπάτια του “Bloodlust”. Με αυτήν την έννοια το “The Night Creeper” είναι μεν ένα βήμα μπροστά αλλά δεν έχουμε το μεγάλο άλμα που έγινε στο Mind Control.
Το γεγονός αυτό είμαι σίγουρος ότι θα απογοητεύσει κάποιους που θα θεωρήσουν ότι οι Uncle Acid, σε μια προσπάθεια να μην αναμασήσουν τα παλιά αλλά και να μην ρισκάρουν πολύ μας δίνουν έναν σχετικά ρηχό δίσκο, όχι αντάξιο των προσδοκιών τους. Επίσης, αν και εμένα δεν με κούρασε, αντιλαμβάνομαι ότι η μεγάλη του διάρκεια μπορεί να γίνει κουραστική. Προσωπικά βρίσκω τον ήχο του δίσκου ακριβώς αυτόν που θα έπρεπε να είναι. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι το “The Night Creeper” ηχογραφήθηκε live στο μεγαλύτερο μέρος του. Αυτό από μόνο του είναι πολύ ιδιαίτερο για μια μπάντα που μέχρι τον τρίτο της δίσκο δεν έκανε καν περιοδείες. Αυτή η live αισθητική καταφέρνει να αποτυπώσει απόλυτα την ανατριχίλα και το σκοτάδι που θέλουν να σου προκαλέσουν οι κλασσικές noir και giallo ταινίες τρόμου.
Τα “Waiting for Blood”, “Murder Nights” και “Downtown” είναι φοβερά catchy κομμάτια που σε μπάζουν για τα καλά στο concept αλλά και στην ηχητική κατεύθυνση του δίσκου. Το “Pusher Man” άνετα αποτελεί ένα από τα highlights τόσο συνθετικά όσο και θεματικά για το χτίσιμο των χαρακτήρων της ιστορίας. Συνέχεια με το instrumental “Yellow Moon” και ένα mellotron που στοιχειώνει. Αμέσως μετά το πρώτο video clip “Melody Lane” που είναι απλώς κομματάρα! Δεν θα επεκταθώ στα υπόλοιπα κομμάτια για να μην αναφερθώ περαιτέρω στο concept του δίσκου αλλά εξελίσσονται ιδανικά σύμφωνα με την κατεύθυνση που έχει πάρει ο δίσκος ως εκείνο το σημείο. Για το τέλος η νεκρική πομπή με το “κρυφό” Black Motocrade.
Αυτό το οποίο φαίνεται περισσότερο από όλα με το “The Night Creeper” είναι ότι η μπάντα έχει σταθερότητα και συνέπεια και είναι έτοιμη να αντεπεξέλθει στις υψηλές προσδοκίες που η ίδια έθεσε. Μένει να δούμε αν θα καταφέρουν να κρατήσουν το ίδιο επίπεδο και στις φετινές τους ζωντανές εμφανίσεις. Ο δίσκος συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους και πιστεύω ότι άνετα θα φιγουράρει στις πρώτες θέσεις σε πολλές λίστες με τους δίσκους τις χρονιάς.