Πέρασαν δύο χρόνια από την τελευταία φορά που οι Uncle Acid and the Deadbeats επισκέφθηκαν τη χώρα μας. Έτσι, την Παρασκευή, με αφορμή την περιοδεία του “The Night Creeper”, βρέθηκαν για δεύτερη φορά στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στο An club, με τους BUS, για ένα βράδυ που όσοι παραβρέθηκαν στο χώρο, δε θα ξεχάσουν εύκολα!
Ανταπόκριση: Εύη Φιλιππίδη / Φωτογραφίες: Έλενα Πατσουράκου (περισσότερες εδώ)
Τηρώντας το πρόγραμμα που είχε ανακοινωθεί, ανέβηκαν στη σκηνή οι ‘δικοί μας’ BUS. Ορεξάτοι, με ενέργεια και με τσίτα τα γκάζια, ξεκίνησαν να μας παρουσιάζουν τα κομμάτια του ντεμπούτο τους “The Unknown Secretary”, που κυκλοφόρησε πριν δύο μήνες. Ανυπομονούσα να τους δω να ανοίγουν τους “θείους”, γιατί ήξερα πως είναι η καλύτερη επιλογή support που θα μπορούσε να γίνει. Έμενε μόνο να μου αποδείξουν πως είχα δίκιο και τελικά και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, που από νωρίς άρχισε να γεμίζει το μαγαζί. Από τις πρώτες νότες του “Fallen”, άρχισε να δημιουργείται μία retro ατμόσφαιρα, που μας γύρισε στις χρυσές εποχές της heavy metal και doom, με τη φωνή του Bill να ηχεί σε όλο το μαγαζί κι εγώ να σκέφτομαι για άλλη μία φορά, πόσο ωραία και καθαρά ακούγονται. Όταν έπαιξαν “Forever Grey”, δε μπορούσα να μην τραγουδάω μαζί τους “Luuuuucifer forever grey”, αφού το αγαπώ. Ενώ στο άρρωστο rock ‘n’ roll “Jimi”, τα riffs δε σταμάτησαν να μου γαμάνε τον εγκέφαλο. Και ναι, οι BUS, μόλις έδειξαν πως τους άξιζε το support και ελπίζω την επόμενη φορά που θα έρθουν οι “θείοι” (είμαι σίγουρη πως θα ξανάρθουν), να βρεθούν πάλι στην ίδια θέση!
Η ώρα έφτασε, το μαγαζί γέμισε και οι Uncle Acid and the Deadbeats ξεκίνησαν να στήνουν το χώρο πάνω στη σκηνή. Ανοίγοντας το set τους με το πρώτο κομμάτι του τελευταίου δίσκου “Waiting for Blood”, ο κόσμος άρχισε να χάνεται από γύρω μου. Δεύτερο κομμάτι το “Mind Crawler” και οι πρώτες σκέψεις που άρχισαν να έρχονται στο μυαλό μου ήταν πως θα μας παίξουν ένα από κάθε δίσκο, σε αντίστροφη μέτρηση. Συνέχεια είχε το “Over and Over Again” από το “Blood Lust”, που τόσο αγάπησα όταν το πρωτοάκουσα. Λογικό σε αυτό το σημείο να πιστεύω και να περιμένω κομμάτι από το “Vol. 1”, αλλά οι θείοι έμειναν στον δεύτερο δίσκο με το “Deaths Door”, (φυσικά και δε με χάλασε). Ενώ είχαν ποικιλία στα κομμάτια, ο δίσκος που ακούσαμε περισσότερο ήταν ο “Blood Lust” και στη συνέχεια το “The Night Creeper”, κάτι που προσωπικά ήθελα να γίνει. Η συνέχεια ήταν πάνω-κάτω η ίδια, εγώ χαμένη στις μουσικές τους, να νιώθω τις αράχνες πάνω μου και παντού, μέχρι που άρχισαν να παίζουν το “Crystal Spiders” και οι αράχνες έγιναν πραγματικότητα και όχι απλώς μια φαντασίωση. Και αφού μας γύρισαν έξι χρόνια πίσω, με το horror doom ύφος του “Vol. 1” που τους αγάπησα, ήχησε και το “Vampire Circus”. Αυτό το κομμάτι κάθε φορά με τρελαίνει, με κάνει να νιώθω πως είμαι σε ένα τσίρκο έχοντας πάρει lsd (πως θα ‘ταν άραγε;). Εδώ άρχισα να ελπίζω για το “Wind Up Toys”, που μου ‘χει μείνει παράπονο από την προηγούμενη φορά… Δυστυχώς το παράπονο έμεινε για άλλη μία φορά κι εγώ πρέπει να σταματήσω τη γκρίνια!
Το κλείσιμο είχε την ίδια άποψη με την αρχή, “Melody Lane”, “Desert Ceremony” και “Withered Hand of Evil”, δηλαδή, αντίστροφα οι δίσκοι και η αυλαία έπεσε. Ο κόσμος εκστασιασμένος και χαοτισμένος από τον πανικό που δημιούργησαν οι θείοι, έμεινε στο μαγαζί περιμένοντας για το encore. Όσοι τους είχαμε δει όμως την πρώτη φορά, ξέραμε πως αυτό δε θα γίνει. Και επειδή την προηγούμενη φορά μου είχε κακοφανεί, όταν τους έκανα την συνέντευξη ρώτησα τι γίνεται με τα encore και μου εξήγησαν τον λόγο, όπου το θεωρώ σωστό από μεριά τους. Και κάπως έτσι, το μέχρι τώρα καλύτερο live της χρονιάς, έλαβε τέλος! Εις το επανιδείν ρε θείοι!