Αν υπάρχει μία μπάντα που θαυμάζω τόσο πολύ για την εξέλιξη της και το πώς κατάφερε μέσα στις δύο δεκατίες της ύπαρξης της να δημιουργήσει μουσικές τελείως αντιφατικές μεταξύ τους αλλά εξίσου υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου τότε σίγουρα αυτοί είναι οι Ulver. Τι και αν ο λύκος το τρίχωμα του αλλάζει μα δέρμα ποτέ – σύμφωνα με την λαϊκή παροιμία – οι λύκοι εκ της Νορβηγίας εδώ και είκοσι χρόνια το έχουν καταφέρει και αυτό με απόλυτη επιτυχία : από τη black/folk metal περίοδο των “Bergtatt”, “Kveldssanger”, “Nattens madrigal” έως την ηλεκτρονική/πειραματική περίοδο των “Perdition City” ,” Blood Inside”,” Shadows of the Sun” και “Wars of the Roses” και από το να μελοποιούν William Blake έως να διασκευάζουν τραγούδια των Jefferson Airplane, The Troggs και Electric Prunes. Σειρά λοιπόν έχει ο δέκατος δίσκος για τους Νορβηγούς με τίτλο “Messe I.X-VI.X” που στην ουσία είναι μία live ηχογράφιση με την Tromso Chamber Orchestra που έλαβε χώρα στις 21 Σεπτεμβρίου 2012. Μην βιαστείτε όμως να τον χαρακτηρίσετε ως ένα ακόμα live δίσκο! Τουλάχιστον αυτό μας διαβεβαιώνουν οι Ulver και πραγματικά ακούγοντας τον σε κανένα σημείο δεν καταλαβαίνεις οτι πρόκειται για μία ζωντανή ηχογράφιση.
Αναλυτικά το album αποτελείται από έξι συνθέσεις από τις οποίες οι τρεις πρώτες δεν έχουν καθόλου φωνητικά μέρη ενώ στα υπόλοιπα τρία ακούμε τη φωνή του μέγιστου ηγέτη των Ulver, Kristoffer Rygg. Πηγή έμπνευσης θα δηλώσουν ότι είναι του η τρίτη συμφωνία του Πολωνού συνθέτη Χένρικ Γκούρεκτσι με τίτλο “Συμφωνία των Λυπημένων τραγουδιών”, ο Γκούσταβ Μάλερ, ο Γκούσταβ Χολστ, οι kraut ήχοι των 70’ς ακόμα και ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού. Αν όμως νομίζετε ότι όλα αυτά δεν κολλάνε μεταξύ τους τότε πλανάστε οικτρά. Αυτός φαντάζομαι ότι είναι και ένας λόγος, της τόσο μεγάλης καλλιτεχνικής τους αξίας ότι καταφέρνουν δηλαδή να αφομοιώνουν και να συνδυάζουν διαφορετικά είδη μουσικής σ’ ένα album, τόσο άριστα ισορροπημένα που δεν υπάρχει περίπτωση κάτι να σε ξενίσει.
Ας δούμε πως έχουν όμως τα πράγματα λίγο πιο αναλυτικά. Το “As Syrians Pour In, Lebanon Grapples With Ghosts Of A Bloody Past” ανοίγει το δίσκο με ένα δραματικό τόνο. Μία ανατριχιαστική σύνθεση, ένα τραγούδι με καθαρές πολιτικές αναφορές που έχει μόνο ως σκοπό να δηλώσει την λύπη του συγκροτήματος για τους δύσκολους καιρούς που ζούμε. Η πόρτα τρίζει και οι αδικοχαμένες ψυχές μοιρολογούν για την κατάντια της ανθρωπότητας. Καθώς περνάμε στο “Shri Schneider” από τις πρώτες νότες κιόλας κατευθείαν σου έρχονται στο μυαλό οι μουσικοί «αστροναύτες» Tangerine Dream και όχι λανθασμένα. Οι Ulver πάνε προς το krautrockq; Ω ναι το κάνουν και αυτό!. “Glamour(Ostinati) για τη συνέχεια στο ίδιο κλίμα με το προηγούμενο κομμάτι και μία κορύφωση στο τέλος πραγματικά συγκλονιστική. Ώρα να μπει στο παιχνίδι όμως η φωνάρα του Rygg . “Son Of Man” και το highlight του δίσκου είναι γεγονός. Μάρτυρας μου η αγάπη μου για τη μουσική, ορκίζομαι ότι αυτό το τραγούδι είναι ένα από τα καλύτερα που μας έχουν παρουσιάσει ποτέ οι Ulver. Καθώς σκεφτόμουν τι θα γράψω γι’ αυτό κατέληξα ότι απλά δεν μπορώ να περιγράψω την επικότητα του με λόγια. Όταν κάποτε βρω τον τρόπο και συνέλθω ίσως και να βρω κάτι να σχολιάσω (ψέμματα δεν θα βρω ποτέ τίποτα που να περιγράφει την ομορφιά του).
“Noche Oscura Del Alma” ο τίτλος του πέμπτου κομματιού. Η σκοτεινή νύχτα της ψυχής και ο αγώνας της να βρει το φως ,ν’ αντισταθεί στους κινδύνους που αναμοχλευούν στο σκοτάδι της άγνοιας ,της απόγνωσης , της απελπισίας και να οδηγηθεί στην κάθαρση. Παραμορφωμένα φωνητικά, ηλεκτρονικοί/jazz ρυθμοί και το σκηνικό στα τελευταία λεπτά διαμορφώνεται κάπως έτσι : έτος 1936, καθισμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα σου να πίνεις το κονιάκ σου και το γραμμόφωνο να παίζει αυτό το τραγούδι. Ακόμα δεν κατάλαβες ότι μπήκες στη μηχανή του χρόνου; Ο δίσκος κλείνει με το “Mother Of Mercy” που λειτουργεί σαν μία προσευχή από τα χείλη του Garm, ένα τραγούδι απόλυτα εσωτερικό και πνευματικό, ένα ήρεμο grand finale αντάξιο της ποιότητας των υπόλοιπων συνθέσεων.
Εν κατακλειδι ίσως να μην βάλετε ποτέ τόσο ψηλά στις προτιμήσεις σας το “Messe I.X-VI.X” όσο έχετε το “Perdition City” ή το “ Shadows of The Sun” όμως αυτό δεν καταργεί αυτομάτως το πόσο αριστουργηματικός δίσκος είναι. Κλείνοντας θα ηθελα να πω και λίγα λόγια για τους Ulver : όταν δεν έχεις καλλιτεχνικά και πνευματικά όρια, όταν δεν έχεις ανάγκη ν’ εξακολουθείς να παίζεις κάτι που για σένα έχει πεθάνει μόνο και μόνο για να ικανοποιήσεις το υπάρχον κοινό σου, όταν το ταλέντο σου (πόσο μικρή λέξη αλήθεια για τον Garm και την παρέα του;) και η ιδιοφυΐα σου χτυπάνε κόκκινο και όταν η καρδιά και η ψυχή πιστεύουν απολύτως σ’ αυτό, τότε και μόνο έχεις το δικαίωμα να λέγεσαι καλλιτέχνης και δη μεγάλος.
[stextbox id=”black”]
Συνοψίζοντας…!
The Good: Και οι έξι συνθέσεις . Η φωνή TOY . Στα συν και το πολύ όμορφο artwork του δίσκου.
The Bad: –
Βαθμολογία: 5 /5
[/stextbox]