Τρία χρόνια μετά το “Decadent” και μετά από μια πετυχημένη περιοδεία ως Dirkschneider παίζοντας μόνο κομμάτια από την περίοδο του Udo στους ACCEPT, ο κοντός επιστρέφει στη δισκογραφία με το προσωπικό του σχήμα, κυκλοφορώντας το “Steelfactory”.
Το “Steelfactory” το οποίο βρίσκεται εδώ και μερικές ημέρες στη κυκλοφορία, είναι το 16ο album της μπάντας από το οποίο ξέρεις ακριβώς τι θα λάβεις. Κλασικό old school heavy metal αλά Τευτονικά.
Δηλαδή τι άλλο θα μπορούσες να λάβεις; Ακόμα και ο τίτλος το βροντοφωνάζει ότι μιλάμε για τα γνωστά αγαπημένα και γνώριμα ηχητικά καλούδια στα οποία μας έχει συνηθίσει ο Udo και το προσωπικό του σχήμα από το 1987 και έπειτα.
Γρήγορα και επιθετικά in your face τραγούδια όπως το εναρκτήριο “Tongue Reaper” το οποίο σε βάζει άμεσα στο κλίμα και σε αρπάζει από το λαιμό, το Accept-ικό “Rising High”, τον οδοστρωτήρα “Eraser” με τον Sven Dirkschneider (γιο του Udo) στα drums να προκαλεί μεταλλική καταιγίδα.
Mid tempo trademark κομμάτια όπως το “Make The Move” που κλείνει το μάτι έντονα στην περίοδο του κοντού Γερμανού στους Accept, τα “Bite of Evil”, “Hungry and Angry” και “Raise The Game” και το εξαιρετικό “Blood on Ice” που και αυτό χάρη στο πέρασμα από το “La Cumparsita” είναι βγαλμένο από άλλες εποχές.
Τον σίγουρο συναυλιακό ύμνο “One Heart One Soul”, τα hard n’ heavy “In The Heat Of The Night, “Rose In The Desert” αλλά και την αναμενόμενη μπαλάντα (το έχει ο άτιμος και σε αυτόν τον τομέα) το “The Way”.
Η παραγωγή είναι δυνατή και ενισχύει ακριβώς όπως πρέπει το υλικό, βγάζοντας ένα ισχυρό old school vibe. O Andrey Smirnoff στις κιθάρες πραγματικά είναι “λίρα εκατό” για τη μπάντα, ενώ οι Sven Dirkschneider & Fitty Wienhold σε drums και μπάσο, στρώνουν το χαλί του “Steelfactory”.
Όσο για τον Udo; Ο κοντός με την αγαπημένη χαρακτηριστική χροιά “κάνω γαργάρες με χαλίκια”, για άλλη μια φορά πωρώνει, ξεσηκώνει και μεταδίδει συναίσθημα όταν αυτό απαιτείται.
Εν κατακλείδι, το “Steelfactory είναι μία ακόμα straight in your face teutonic metal κυκλοφορία η οποία μάλιστα μπορώ να πω, πως είναι και καλύτερη από τους πρόσφατους προκατόχους του (“Decadent” και “Rev-Raptor” για παράδειγμα). Όλα τα κουτάκια της ηχητικής ταυτότητας της μπάντας, έχουν τικαριστεί επιτυχώς και βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία κατά την διάρκεια του album.