H αναμονή 13 ετών τελείωσε λιγάκι νωρίτερα από ό,τι περιμέναμε, καθώς το -όχι απλά- πολυαναμενόμενο “Fear Inoculum”, τελικά διέρρευσε 5 ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία κυκλοφορίας του, η οποία είναι η αυριανή, 30η Αυγούστου. Tην προ ημερών δημοσιοποίηση του ομώνυμου single και opening track του album, ακολούθησε ένας παροξυσμός, που όμοιός του δεν νομίζω να έχει ξαναϋπάρξει γύρω από την κυκλοφορία ενός album. Πολλοί απογοητεύτηκαν, ακόμη περισσότεροι αποθέωναν… υπερβολικές αντιδράσεις, καθώς η αλήθεια κρύβεται κάπου στην μέση. Αν, δηλαδή, μπορεί να υπάρξει αλήθεια στην τέχνη.
Να διευκρινίσουμε πως αυτό που διέρρευσε ήταν η φυσική μορφή του album, που θα περιέχει 7 κομμάτια, ενώ στην ψηφιακή του έκδοση θα συμπεριλαμβάνονται άλλα 3 interludes. Από τα 7 κομμάτια, λοιπόν, με το ένα δε θα ασχοληθούμε καν, γιατί πρόκειται για ένα ηλεκτρονικό -σχεδόν- πεντάλεπτο, εμπλουτισμένο με ένα drum solo του Danny Carey.
Πάμε, λοιπόν, στα 6 εναπομείναντα. Το πρώτο πράγμα, που θα προσέξει κανείς, είναι η τεράστια διάρκεια των κομματιών, που πλησιάζει τα 12 λεπτά κατά μέσο όρο, με το μικρότερο γύρω στα 10 και το μεγαλύτερο στα 15. Απουσιάζουν, δηλαδή, κομμάτια με το potential του hit. Όπως, ας πούμε, τα “Jambi”, “Vicarious”, “The Pot”, του προηγούμενου album, “10,000 Days”, τα οποία κυμαίνονταν γύρω στα 6-7 λεπτά όπως πάνω-κάτω όλα τα πιο – ας τα πούμε εύκολα – κομμάτια των Tool.
Από αυτά τα 6, λοιπόν, τα τρία πρώτα (“Fear Inoculum”, “Pneuma”, & “Invincible”) δε μπορείς να τα πεις ακριβώς ολοκληρωμένα κομμάτια, με την έννοια ότι έχουν μία αρχή, ένα build up και καταλήγουν κάπου, αλλά είναι περισσότερο “ασκήσεις ύφους”, όπως πολύ εύστοχα έθεσε ο φίλος Βασίλης Μπέκας (μουσικός και μουσικογραφιάς), σε μία από τις πολλές συζητήσεις που κάναμε από την Κυριακή, που διέρρευσε το album. Εξελίσσονται σχετικά σε μία ευθεία γραμμή, χωρίς πολλά ξεσπάσματα, αλλά με αλλαγές στα μετρήματα και πινελιές πότε από τον Carey, πότε από τον Jones και πότε από τον Chancellor. Δε μας παρουσιάζουν κάτι καινούριο, είναι πράγματα που οι Tool ξεκίνησαν στο “Aenima”, τελειοποίησαν στο “Lateralus” και τα συνέχισαν και στο “10.000 Days”. Αν κάποιος τα πει βαρετά, δεν έχει ακούσει ποτέ με προσοχή ολόκληρο album Tool. Αν κάποιος τα πει εξαιρετικά, θα είναι πολύ μα πολύ ενθουσιώδης. Είναι απλά ΟΚ.
Η υπόθεση αποκτά ενδιαφέρον από το “Descending”, αρχίζεις να μονολογείς ‘εδώ είμαστε’ στο ” Culling Voices” και σηκώνεσαι από την πολυθρόνα του γραφείου πανηγυρίζοντας στο τελευταίο κομμάτι του album, το 15λεπτο “7empest”. Με διαφορά το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του δίσκου, το πιο heavy, με εκπληκτικές κιθάρες από τον Jones, τον Keenan πιο ‘αγριεμένο’. 15 λεπτά τελειότητας, που δεν υπάρχει περίπτωση να βαρεθείς έστω και ένα δευτερόλεπτο, παρά το τεράστιο του μεγέθους του.
Το θέμα όμως είναι, πως όπως σε όλες τις δουλειές αυτής της πραγματικά τεράστιας και σημαντικότατης μπάντας, με κάθε ακρόαση παρατηρείς σημεία και λεπτομέρειες που έχασες στην προηγούμενη. Εδώ ακόμα συζητάμε για το “Lateralus”, 18 χρόνια μετά. Εγώ προσωπικά άλλαξα τις σκέψεις μου στις πρώτες 3-4 ακροάσεις. Μετά από ένα μήνα πιθανότατα αυτό το κείμενο θα ήταν διαφορετικό. Νομίζω, λοιπόν, πως θέλει μήνες και ακροάσεις επί ακροάσεων, για να καταλάβουμε το πιθανό μεγαλείο του “Fear Inoculum”. Ή την πιθανή αποτυχία του να ικανοποιήσει τις πραγματικά υπερβολικές προσδοκίες των fans. Όπως και να έχει, θα συζητάμε για αυτό για τα επόμενα -ελπίζω όχι- 13 χρόνια.
Άρης Ζαρκαδάκης
Οι Tool δεν κυκλοφόρησαν το album, που θέλαμε να ακούσουμε. Δεν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο εξ’ αρχής, καθώς μετά από αναρίθμητες αναβολές, καθυστερήσεις, δυσκολίες και αρκετό trolling, τα 13 χρόνια, που μεσολάβησαν από το αξιόλογο, αλλά όχι τέλειο “10.000 Days” (2006) δημιούργησαν εξωπραγματικές, αλλά και ασαφείς απαιτήσεις από το ακροατήριο.
Για την τεράστια διάρκειά του, το album (κοντά 80 λεπτά) περιέχει εντυπωσιακά “λίγη” μουσική από την άποψη των riffs και των μελωδιών. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος του είναι χτισμένο πάνω στις, ομολογουμένως, εντυπωσιακές ρυθμικές ιδέες του Danny Carey, ενώ όλη η μπάντα φαίνεται να τον ακολουθεί και να στολίζει το παίξιμό του. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό από τα δύο πρώτα κομμάτια, δεν θα έλεγα “τραγούδια”, αλλά περισσότερο τελετουργικά mantras – πνευματικές επικλήσεις. Έτσι, το ομώνυμο φαίνεται να υπνωτίζει τον ακροατή, ενώ ο Maynard Keenan παλεύει τους προσωπικούς του δαίμονες, που τον αποξενώνουν από τους γύρω του, στους στίχους. Το επόμενο δε “Pneuma” ως άλλος περιστρεφόμενος δερβίσης τείνει να μας εξυψώσει στον πνευματικό μας εαυτό, χωρίς, όμως, να το καταφέρνει ακριβώς.
Το ενδιαφέρον αναπτερώνεται στο δεύτερο κεφάλαιο της συλλογής, που αποτελείται από τα δύο τραγούδια που έχουν παρουσιαστεί ήδη ζωντανά. Τα “Invincible” και “Descending” περιγράφoυν αλληγορικά την κατάσταση στην οποία βρέθηκε η μπάντα προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δημιουργίας και να “remain relevant and consequential”. Οι πραγματικά ενδιαφέρουσες μουσικές ιδέες εδώ υποδαυλίζονται από την αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια και την αλόγιστη επανάληψη. Σαφώς πάντως το “Descending” είναι ένα από τα highlights του δίσκου.
Το “Culling Voices”, που ακολουθεί, δεν απέχει πολύ σε συλλογιστική και ενώ ξεκινά με μια πολύ όμορφη φωνητική μελωδία και εξελίσσεται με ενδιαφέρον, πέφτει δυστυχώς γρήγορα στην παγίδα του τετριμμένου και επαναλαμβανόμενου, ενώ δίνει την εντύπωση leftover προηγούμενων κυκλοφοριών. Το “Chocolate Chip Trip” είναι στην ουσία ένα drum solo διανθισμένο με ηλεκτρονικά εφέ. Ποτέ δεν μου άρεσε να ακούω drum solos σε studio δίσκους, οι Tool ΔΕΝ είναι οι Radiohead και ΔΕΝ το έχουν με την avant-garde. Άμεσο skip. Για το τέλος, και προφανώς εν γνώση τους, η μπάντα μας επιφυλάσσει το, με διαφορά, καλύτερο κομμάτι του album και ένα από τα καλύτερα πράγματα, που έχουν συνθέσει γενικότερα. Το “7empest” είναι συναρπαστικό, heavy και σου σηκώνει την τρίχα παρά την 15λεπτη (!) διάρκειά του. Ο Keenan φτύνει την αλήθεια της επικείμενης καταστροφής στα μούτρα αυτών που την αρνούνται (πόσο επίκαιρο για την εποχή μας).
Δυστυχώς οι Tool στην προσπάθειά τους να καλύψουν την ένδεια ιδεών και να ανταποκριθούν σε κάτι εξωπραγματικό, παρέδωσαν ένα έργο ξεχειλωμένο, υπερφίαλο, που υποσκάπτει μόνο του τις, πολλές όντως, όμορφες ιδέες που περιέχονται σε αυτό. Ένα album που θα συζητηθεί πολύ και θα ακουστεί πολύ λιγότερο. Όπως θα έλεγε και ο καθηγητής Anatoly Dyatlov, “Not Great… Not Terrible”.
Γιώργος Ξενικουδάκης
Οι φήμες και οι εικασίες για μια νέα δουλειά Tool έκλεισαν τα 13 χρόνια και οι ελπίδες είχαν σχεδόν εκλείψει για όλους μας. Στις αρχές του καλοκαιριού, όμως, μας ανακοίνωσαν την επίσημη ημερομηνία και όλοι, συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος σε λίγο μεγαλύτερο βαθμό, δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε τη χαρά μας.
Βέβαια, ακόμα και μετά από 13 χρόνια, οι Tool έδειξαν σε όλους τι ρόλο έχουν τα media σε αυτό τον κόσμο. Βγάζοντας το πρώτο ομώνυμο κομμάτι του “Fear Inoculum”, δημιούργησαν ένα χάος αντιδράσεων, θυμίζοντας ότι δεν υπάρχει bad publicity. Μερικές μέρες πριν την επίσημη κυκλοφορία, εντελώς τυχαία, εμφανίζεται όλο το album στο internet από ένα leak. Και τότε όλα σωπαίνουν.
Η μαγική χημεία αυτής της τετράδας κάνει την εμφάνιση της από το πρώτο δευτερόλεπτο στο 1ο “Fear Inoculum”, το κατά πολλούς πιο αδύναμο κομμάτι του δίσκου, που, βέβαια, έχει τεράστιο νόημα στο μουσικό και στιχουργικό concept, βάζοντας μας στην δίνη του ενοφθαλμισμού, μιας γεωργικής διαδικασίας, κοινώς γνωστό ως μπόλιασμα. Ο ενοφθαλμισμός του φόβου είναι μία φράση, που έχει απίστευτα πολλές πτυχές και βάθος, κάτι που το αποτυπώνουν εξαιρετικά, κατά τη γνώμη μου πάντα, σε όλη τη διάρκεια του album. Η συνέχεια στο “Pneuma” είναι ένα αρκετά κλασικό κομμάτι Tool, γεμάτο πολυρυθμίες από τον Danny Carey, με την εξαιρετική συνεργασία του Adam Jones και του Justin Chancellor να έχουν τον μεγαλύτερο ρόλο. Ο Maynard James Keenan χρησιμοποιεί το 1ο πληθυντικό πρόσωπο, δημιουργώντας ένα είδος φωνών πνευμάτων που γυρίζουν στο κεφάλι του ακροατή, ταιριάζοντας άρτια το mind trip με το drone, που παίζει την περισσότερη ώρα που τραγουδάει. To “Invincible” έχει έναν πιο επικό χαρακτήρα, εξιστορώντας τις σκέψεις ενός πολεμιστή, που προσπαθεί να κρατήσει το μυαλό του ανίκητο, ότι και αν σημαίνει αυτό για τον καθένα. Ο Adam Jones έχει μεγαλύτερο μελωδικό ρόλο σε αυτό το σημείο, με το mini solo στο σημείο αλλαγής στο riff και στο tempo να συνοδεύεται υπέροχα από το rhythm section, κορυφώνοντας στο τελευταίο chorus και outro σε πιο heavy πολυρυθμίες και ένα γενικότερο ξέσπασμα.
Η ηρεμία επανέρχεται με το intro των κυμάτων του “Descending”, έναν πολύ εύστοχο στιχουργικό παραλληλισμό της γλυκιάς στιγμής που έρχεται ο ύπνος, με την γενικότερη πτώση στη λήθη και την οκνηρία της κοινωνίας, κάτι που πάλι εκλαμβάνεται διαφορετικά στον κάθε ακροατή. Ο κύριος ρόλος της μελωδίας σε αυτό το σημείο ανήκει στον Keenan, με τους Jones και Chancellor να κάνουν πολύ ωραίες αρμονικές “κόντρες” και τον Carey να κάνει συνεχώς ρυθμικές εναλλαγές, ακολουθώντας διαφορετικό μουσικό σε διάφορα σημεία. Πολύ ωραία στιγμή το drone επαναλαμβανόμενο solo της κιθάρας και ο χαμός που γίνεται από πίσω. Η αληθινή έμπνευση πιστεύω εμφανίζεται στο “Culling Voices”, που “χτίζεται” πολύ όμορφα, αρχίζοντας αρκετά “normal” αρμονικά και ρυθμικά, βάζοντας συνεχώς στοιχεία, που δημιουργούν μία αίσθηση ότι κάτι πολύ μεγάλο πάει να ξεσπάσει, πράγμα που εκπληρώνεται με το πολύ ωραίο και heavy riff και τον ψίθυρο “don’t you dare point that thing at me”, που ανεβοκατεβάζει την ένταση τρεις φορές, κάθε φορά λίγο πιο “σπασμένο” και πιο οργισμένο. Η synth-based παράνοια του “Chocolate Chip Trip” ανήκει στον Danny Carey, που παίζει ένα σχεδόν 5 λεπτών solo πάνω σε μια πολύ περίεργα αρρωστημένη loop. Και όλα τελειώνουν εδώ. Το τελευταίο, σχεδόν 16 λεπτά, “7empest” είναι ένα απερίγραπτο έπος, που σβήνει οποιαδήποτε αμφιβολία που μπορεί να δημιουργήθηκε. Οργισμένο, “βαθύ” σε όλους τους τομείς, θυμίζοντας “Aenima”, “Lateralus” και “10000 Days” ταυτόχρονα. Στιχουργικά είναι ένα είδος κρίσης για τους ανθρώπους που επηρεάζουν και ελέγχουν την κοινή γνώμη, νανουρίζοντας μας με ψεύτικες ειδήσεις και γεγονότα και, βέβαια, αποποιούνται κάθε είδους ευθύνη. Μουσικά δεν περιγράφεται καθόλου εύκολα με λόγια, οπότε θα αφήσω αυτή την μυστήρια απόλαυση σε κάθε ακροατή.
13 χρόνια αναμονή. Άλλοι Tool, άλλο κεφάλαιο, άλλες εποχές, άλλοι εμείς. Το αποτέλεσμα είναι ένα. Άλλο ένα album που θα ακούμε και θα αναλύουμε χρόνια. Αριστούργημα.
Γιώργος Γαζής