Οι This Is Nowhere από την Θεσσαλονίκη, κυκλοφόρησαν στις αρχές Οκτωβρίου το νέο τους album με τίτλο “Waiver” και ο Χρήστος Κατσίμπας δεν έχασε την ευκαιρία να τους κάνει μερικές ερωτήσεις για τη νέα τους δισκογραφική προσπάθεια και όχι μόνο…
Καλησπέρα This Is Nowhere και καλώς ήρθατε στο rockinathens.gr!
Γεια σου Χρήστο, Γιάννης εδώ. Ευχαριστούμε για την πρόσκληση.
Τέσσερα χρόνια μετά το εξαιρετικό “Grim Pop”, μας πετάτε ξαφνικά ακόμα μια δισκάρα. Πώς, πού, πότε και γιατί;
Μας κολακεύεις. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πάνω σε καινούργια κομμάτια κάπου στην πανδημία. Είμαστε σκορπισμένοι σε τρεις χώρες, οπότε οι συνθέσεις προέκυψαν από απόσταση. Στέλναμε ο ένας στον άλλον θέματα μέσω ίντερνετ, συζητούσαμε, δοκιμάζαμε κ.λπ. Σε κάποια φάση μπήκε στο στούντιο το rhythm section και έγραψε τον κορμό. Μετά, έπαιζα κιθάρες για αρκετό διάστημα μέχρι να προκύψει κάτι λειτουργικό. Στη συνέχεια, γράψαμε τους στίχους με τον Μανώλη (φωνή), κυρίως δουλεύοντας την τεχνική του cut-up. Ακολούθησε μια περίοδος retouch, μετά στούντιο ξανά, έξτρα κιθάρες, πλήκτρα, θορύβους κ.λπ., κλασικά στα Shellac, όπου το όλο πράγμα πήρε την τελική του μορφή. Τέλος, ο Γιάννης Σωτηρόπουλος ανέλαβε το master και ο Johan Pergenius το artwork. Αυτά για το πώς, το πού και το πότε. Γιατί, όμως, δεν ξέρω. Αυτή η μπάντα (και έχουμε παίξει όλοι μας σε αρκετές άλλες κατά καιρούς) συνεχίζει να μας ελκύει δημιουργικά για κάποιο μυστήριο λόγο, παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Όσο λοιπόν τραβάει, θα πηγαίνουμε και όπου βγει…
“Waiver”, το οποίο σας βρίσκει για πρώτη φορά σε ελληνική εταιρεία, αν θυμάμαι καλά. Υπό ποιες προϋποθέσεις έγινε αυτή η επιλογή;
Είχα πάρει ένα εξάμηνο off από το Βερολίνο και βρισκόμουν στη Σύρο. Εκείνη την περίοδο δουλεύαμε με τον Μάνο τους στίχους του “Waiver” και δεν είχαμε καν κουβέντα για label. Όταν ο δίσκος τελείωσε, όπως συνήθως, σκεφτόμασταν να τον στείλουμε εδώ κι εκεί ή, στην τελική, να τον βγάλουμε μόνοι μας. Και ξαφνικά, ένα πρωί, χτυπάει τηλέφωνο από την “Ouga” εντελώς αναπάντεχα: «Μάθαμε ότι γράφετε καινούργιο δίσκο, κ.λπ.» Η συγχρονικότητα έδινε και έπαιρνε στην Ερμούπολη. Δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε την πρόσκληση. Με τα παιδιά γνωριζόμαστε από τα πρώτα μας βήματα και μας συνδέουν όμορφες αναμνήσεις και κοινές αξίες.
Λοιπόν, στο “Waiver”, ενώ “καθαρίζετε” τον ήχο σας, μειώνοντας τις πιο garage-οειδείς επιρροές σας, εξακολουθείτε να ακούγεστε σαν This Is Nowhere, κρατώντας το DNA του συγκροτήματος αναλλοίωτο. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Για το «καθάρισμα» ευθύνεται ο ηχολήπτης μας, ο Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος. Εγώ γενικά είμαι της «βρομιάς». Το αποτέλεσμα στην τελική εξυπηρετεί τις συνθέσεις και για αυτό είμαι ευγνώμων, παρότι πίεζα για μια λιγότερο διαυγή προσέγγιση. Λίγη «λάσπη» νομίζω λείπει, αλλά βίτσια είναι αυτά… Τώρα, περί garage δεν ξέρω. Έχουμε μια συγγένεια, αλλά κάπως μακρινή. Νομίζω ότι περάσαμε σε μια Lungfish φάση, μετά από μια περίοδο Bardo Pond (για να σου μιλήσω με μπάντες που, ηχητικά, μας έχουν επηρεάσει). Ο «εγρηγόρος» του συγκροτήματος είναι πάντα εκεί, εξού και το αναγνωρίσιμο «DNA»…
Από δίσκο σε δίσκο που κυκλοφορείτε, παρουσιάζετε όλο και κάτι διαφορετικό στον ήχο σας. Έχει να κάνει με την τάση για πειραματισμό; Τι έχει αλλάξει στους This Is Nowhere του 2024 σε σχέση με τους This Is Nowhere του 2014 και του ντεμπούτου σας;
Είχαμε πάντα ετερόκλητα ακούσματα και ποτέ δεν μας ικανοποιούσε ένα συγκεκριμένο στυλ. Είναι και η χαρά της εξερεύνησης καινούργιων ηχοτοπίων, κάτι που κάνει το όλο πράγμα να κυλάει πιο «οργανικά» με τα χρόνια. Είναι κρίμα να κολλάει κανείς εμμονικά σε ένα μόνο είδος, νομίζω. Τώρα, τι έχει αλλάξει από το ’14; Το μεγαλύτερο ποσοστό των κυττάρων μας, για αρχή! Οι οπτικές, οι ανάγκες, η αισθητική μας και πάνω από όλα η σχέση μας, η οποία έχει αναπτυχθεί με τα χρόνια και τις τριβές. Αγαπιόμαστε και νομίζω ότι επικοινωνούμε ουσιαστικά μέσω της μουσικής μας. Σχέσεις σαν αυτήν δεν χτίζονται εύκολα.
Τι θυμάστε από εκείνες τις αρχαίες ημέρες της underground σκηνής της Θεσσαλονίκης; Γιατί, σε σχέση με τη ποιότητα των συγκροτημάτων που έβγαιναν, δεν έγινε το μεγάλο μπαμ από κάποια; Θέμα προτεραιοτήτων;
Γεννήθηκα και έζησα στη Θεσσαλονίκη μέχρι τα 30 μου, 1985-2015. Η σκηνή της Θεσσαλονίκης είναι κάτι που με γαλούχησε. Κατέβαινα στο κέντρο από τη Σταυρούπολη και χανόμουν στις μουσικές. Δισκάδικα, προβάδικα, live, bars… Η πόλη έβραζε. Άνοιξα το Pierrot στα 21 μου και εκεί άρχισαν να μαζεύονται οι αντιήρωές μου. Με πολλούς από αυτούς παίξαμε, με άλλους τα σπάσαμε, ήταν ένα melting pot. Εκεί φτιάχτηκαν οι Nowhere και άλλες 2-3 μπάντες. Όσον αφορά τα μεγάλα «μπαμ», δεν ξέρω τι να σου πω. Τα μπαμ είναι συνήθως συγκυριακά, πιστεύω. Οι αναμνήσεις μου πάντως είναι σίγουρα εκρηκτικές.
Οι ζωντανές σας εμφανίσεις είναι περιορισμένες, τουλάχιστον στην Αθήνα. Υπάρχει πιθανότητα να αλλάξει αυτό στο άμεσο μέλλον;
Είναι δύσκολο να συντονιστούμε λόγω απόστασης, γι’ αυτό και τα σπάνια live. Αλλά με το “Waiver” κινητοποιηθήκαμε λίγο, οπότε νομίζω ότι κάτι θα γίνει μέσα στο ’25.
Αν η μουσική σας ήταν ταινία, ποια θα ήταν αυτή;
Δυσκολάκι αυτό. Θα σου δώσω 5 ταινίες, μία από κάθε μέλος:
– Το “Head On” (2004) από τον ντράμερ/κάπτεν μας.
– Ο Βετεράνος (μπάσο) διάλεξε το “Vanishing Point” (1971).
– Το “Brazil” (1985) του αγαπημένου Terry Gilliam από τον Μάνο.
– Η Εύα διάλεξε το “Natural Born Killers” (1994).
– Και τέλος, από εμένα το “Old Joy” (2006) (όχι “boy”, “joy” λέμε).
Ευχαριστώ για το χρόνο σας και ελπίζω να σας δούμε σύντομα ζωντανά, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνο το live σας με τους White Hills!
Πω τι θυμήθηκες τώρα; Six D.O.G.S το 2013. Ξαναπέτυχα τους White Hills εδώ στο Βερολίνο πρόπερσυ και αναπολούσα τις νύχτες. Σε ευχαριστούμε και εμείς. Να είσαι καλά και εις το επανιδείν.