Προσεγγίζοντας το λόφο των Νυμφών, η τοποθεσία εμπλέκει μια πλανεύτρα αίσθηση. Όποια ανηφόρα κι αν διαλέξεις για τον πηγεμό, μια μεγαλοπρέπεια στο τέλος της, προσωρινά, θα σε ανταμείψει. Όγκοι πέτρας που αγκυροβόλησαν στην έκταση – ακτίνα, μεταξύ της Αγίας Μαρίνας και του Αστεροσκοπείου, αναδεικνύονται μέσα από την ελάχιστη ένταση της προβολής φωτός, σαν γλυπτά. Όσο λιγότερο μπορεί να επέμβει η ανθρώπινη ανάμιξη, όταν πλέον ανταμώνει (πρόσωπο με πρόσωπο) με τη φύση.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη
Το stage έχει στηθεί σε απόσταση αναπνοής από την είσοδο στο επιβλητικό, Εθνικό Αστεροσκοπείο, ενώ ανάλογη, πειραματική, ατμοσφαιρική μουσική, προετοιμάζει τη βραδιά μέσα από τα ηχεία. Οι καρέκλες βέβαια, που έχουν τοποθετηθεί για την ακρόαση, βρίσκονται σε αντίστροφη σχέση με αυτήν του θεάματος (η περιοχή είναι κατηφορική), αλλά καθιστικά, βολευόμαστε ευκολότερα κι έτσι, σχεδόν αναγκαστικά, θα χαλαρώσουμε το βλέμμα παρέα με την εμμονή μας, να βλέπουμε περισσότερο, από το να ακούμε.
Οι κίονες της πρόσοψης χρωματίζονται στα κόκκινα/ροζ, οι πρώτες χαρακτηριστικές νότες – εισαγωγή του πανέμορφου “Man And His Tools”, πιάνονται στο drum pad, τα προηχογραφημένα μέρη εξαμολύονται και η φωνή του Theodore, θεατρικά, αν και αυτιστικά παθιασμένη, “I think I’m staffed but I want more”, χρησιμοποιεί το σημαινόμενο και μας το αναλύει, με τέτοια δραματοποιημένη γαλήνη, “I need this constant noise to get some sleep”, που δεν αφήνει περιθώρια για αντιδράσεις. “Βut if you stand by me, I wanna run away with you, I wanna sail away with you”. Οι πράσινες δεσμίδες φωτός, ταξιδεύουν το νου, περιμετρικά διανύουν την αισθητικά, καλλίτεχνη, μέγα πόρτα του Αστεροσκοπείου. Το light show δένει σημειωτικά απόλυτα, με το κτίριο και τη λειτουργία του.

Στα μετάπειτα κομμάτια που παρουσίασε από το “Voyage”, η απλότητα της γλυκύτητάς του στην έκφραση, εναρμονιζόταν με τις εκρήξεις και τα ανοίγματα στις κλίμακές της, με highlight το “Frame Of Reference”. Στον αντίλογο, απλά, ήταν όλα λίγο πιο χαμηλά, σε εντάσεις συνολικά (απ΄αυτό που έχουμε συνηθίσει, σαν ισχύ στα live) και χανόταν ο ήχος της κιθάρας (έχει και δευτερεύον ρόλο, δεν το ξεχνάω) και ενίοτε και του μπάσου.
H επόμενη τρανταχτά, ουσιαστική στιγμή σύνδεσης, συνέβη κατά το “Floating”, εφόσον αισθητά, άκουσα και ένιωσα, όλα τα μουσικά όργανα/μέρη που βρίσκονταν επί σκηνής, να συνεργάζονται ισότιμα και καθαρά, στις μαεστρικές, συλλήψεις-οδηγίες του Τheodore. (For What Is To Come), το “Towards”, μας διαπερνά με τις ερωτήσεις του και μας ξυπνάει, καθώς εισχωρεί στoν βαθύτερο εαυτό. Το “Disorientation” που ακολουθεί, με ανατριχιάζει. Ψίθυροι για πρόλογος, όταν μία αδίστακτα εκλογικευμένη, εκδήλωση ψυχής (πόσο παραξενεύει το άκουσμα του αποπροσανατολισμού), πλαισιώνει την ονειρική, Χατζηδακη-κή μελωδία. “And you knew it all, how fool to dream small”, παρατηρεί με το εξαιρετικό “Transcedense Of Man”, ολοκληρώνοντας το αποψινό setlist-ταξίδι.

Όπως και ο ουρανός έχει κάποιες φορές σύννεφα, έτσι και ο Theodore, την περασμένη Τρίτη, δεν μου διεύρυνε τη σκέψη που συνεπάγεται της δουλειάς του, λόγω της συνθήκης του περιβάλλοντος χώρου βασικά, που όσο σπουδαιότητα και να έχει, δεν προορίζεται για την ακουστική του. Επειδή τον ακολουθώ από τις πρώτες του εμφανίσεις ωστόσο, τολμώ να πω πως, επειδή είναι εκπληκτικός, όταν αγγίζει το πιάνο και τα πλήκτρα, μαγεύει, μου κακοφαίνεται να τα παραμερίζει, για χάρη των προηχογραφημένων αντίστοιχων μερών, όσο κι αν αυτά, παίρνουν το ρόλο της βάσης της δομής για τη live επέκτασή της.
Με εκτίμηση.