Οι Tiger Lillies έχουν επισκεφθεί αρκετές φορές τη χώρα μας, καθώς έχουν αναγνωρισθεί από το ελληνικό κοινό, συγκριτικά πολύ περισσότερο από άλλες χώρες (ανάλογη επιτυχία έχουν γνωρίσει σε Ρωσία και Μεξικό). Έτσι, δεν παύουν να επιστρέφουν στον τόπο που τόσο τους αγάπησε και ξεχώρισε, από τον οποίο μάλιστα έχουν λάβει επιρροές και συνεπώς έχουν αντλήσει-ρουφήξει «υλικό» του. Παράδειγμα αποτελεί το ρεμπέτικο στοιχείο (να εμπεριέχει και αμανέ, όπως μου ακούστηκε) και που αποκαλύφθηκε ο καμβάς σχηματισμού των πρόσφατών τους συνθέσεων. Η συγκεκριμένη τους επίσκεψη όμως, είχε ακόμη μία σημασία. Εγκαθιδρύει την ασταμάτητη 30χρονη δημιουργική πορεία της μπάντας, την οποία και γιορτάζουν και εξυμνούν, σε αυτό τους το tour. Και βέβαια η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, αποτέλεσαν σημεία- σταθμούς.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη
Με απόλυτη ακρίβεια στο ανακοινωθέν πρόγραμμα, οι The Tiger Lillies, ανεβαίνουν στην σκηνή του πλήρες (σε αριθμό και ετερόκλητο κοινό), Fuzz. To πιάνο με ουρά, δεσπόζει στο κεντρικό πίσω μέρος της σκηνής, για την πιο jazz-λυρική πτυχή τους. Δεν είναι μόνο μεγάλο σε μέγεθος, αλλά και στον ήχο. Στα δεξιά, συναντάμε τον υπέροχο, ξυπόλητο Jonas Golland στα τύμπανα, με τις ποικίλες του μπαγκέτες, να συνθέτει τα κατάλληλα ψυχικά, background ηχοτόπια. Αθροιστικά το μεταλλόφωνο και τα καμπανάκια επιλέγουν την αφύπνιση. Αριστερά, ο επίσης πολυταλαντούχος Andrian Stout στο καρό του σακάκι, χειρίζεται αναλόγως την κατάσταση, με τα δάχτυλα, το δοξάρι ή το stick του. Τα πειραματικά, μουσικά όργανά του: το ιδιαίτερο όρθιο, ψιλόλιγνο μπάσο του, το jaw harp και το musical saw, μαγικό πριόνι του. Ανταποδίδουν με ευγένεια και σασπένς, τρίζουν ή πάλλονται, ενώ συχνά δημιουργούν ρίγος στην υποψία ύπαρξης «φαντασμάτων»/«πνευμάτων», ή απλά στιγμών λύπης, ενοχών ή παραδοχής λαθών. Το θέρεμιν, συνωμοτεί. Και οι δύο παίκτες παρομοίως, ενισχύουν σε μέρη, τα κύρια φωνητικά.
Ο Martyn Jacques, ως ο ιδρυτής της μπάντας και ηγέτης, όταν βρίσκεται στο μπροστινό κεντρικό μέρος της σκηνής, συνδιαλέγεται με το ακορντεόν (σαν την gipsy version στο τανγκό), ή με το κοντό, χοντροειδές ukulele του. Η φωνή του, είναι αυτή που προστάζει, προϊδεάζει, καθορίζει και συντονίζει τους τόνους, τις διαθέσεις και τα ύφη. Απόκοσμα, με μελωδικές, γεμάτες θλίψη παρά θυμό (“Bully Boys”), τραγικά σκοτεινές (έστω κι αν θυμίζουν μελωδίες μουσικής τσίρκου), σκηνές. Βασίζεται σε σχεδόν μουσικές εκφορές, που πότε μακάβρια, άλλοτε κοινωνικά χαριτολογώντας, δίνουν βάση σε τεχνικές εντάσεως, δραματουργίας, υποκριτικής, τιτιβίσματα και εξαιρετικά αποτυπωμένες εκφράσεις-σκέψεις. Κεντρικές ιδέες των λεγόμενών του, “The hell Is empty and the devils are all in here”, με το δάχτυλο να δείχνει το μυαλό. Η απέχθεια του στη διαφθορά, τον φασισμό αλλά και σε κάθε πολιτική παράταξη (“Gipsy Lament”), η θέση του στην εκδίκηση, ο προβληματισμός του πάνω στο αλκοόλ ή στα σκληρά ναρκωτικά (“Heroin”), η ανησυχία του ως προς τους άστεγους, η ανάγκη του να νικήσει τους φόβους του (π.χ. της μοναξιάς, του θανάτου), οι μορφές του έρωτα. Διηγείται επίσης ιστορίες χορού, βροχής (in Athens), μελαγχολεί ή ονειροπολεί (π.χ. στο “Over The Rainbow”). Υπάρχουν ενίοτε, ενδιάμεσα safe βασανιστικές στιγμές, που εξαντλεί τις οπερετικές του ικανότητες, σχηματίζοντας φαλτσέτα και προσδίδοντας πόντους στην εκκεντρική ακρότητα της χροιάς, αλλά και της εμφάνισής τους.
Τα φώτα αλλάζουν χρωματισμούς και φορά κατεύθυνσης της προβολής τους, ανάλογα τις ερμηνείες, μα δεν εμπλέκονται ποτέ μεταξύ τους, διατηρώντας μία σταθερή εικαστική avant-garde/dark cabaret για απόψε, ατμόσφαιρα. Punk και folk πινελιές, διαμορφώνουν τον χαρακτήρα της παρουσίασής τους, να εστιάζει μεταξύ μιας music-hall και street-theatre performance, στα πλαίσια ενός ιδιόρρυθμα «άρρωστου», minimal μιούζικαλ. Η ακουστική κυμαίνεται σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ αυτά που συνηθίζεται στα μουσικά live, επαγγελματικά και άρτια crystal clear. Το σύνολο της παράστασης διήρκησε κοντά στις 2 ώρες ικανοποιητικά, σε επί των πλείστων υποτονικούς ρυθμούς, με encore το “Maria”. Τάδε επέλεξαν.
Σαν θέαμα, comsi comsa όμως, μόνο αν έχεις κατά νου μία ψυχαγωγική παράσταση με διάφορα νούμερα, όπως χορευτικά ή παραστατικής τέχνης. τύπου βαριετέ. Βαμμένοι και ντυμένοι σαν μουσικούς κλόουν-παντομίμες, αρκέστηκαν στο σαρδόνιο χιούμορ, τις έξυπνες κατακρίσεις, τις αυθόρμητα επαναστατικές ατάκες και τα απαγορευμένα -αν και πηγές έμπνευσης, δρώμενα. Σε συνδυασμό εννοείται με την άψογη, ίδιου ύφους και κλίματος, μουσική τους παράσταση, σε καθαρά συναυλιακό, αν και με θεατράλε mood, στα όρια του burlesque, σουρεάλ act. Έτσι, τώρα που συντάσσω, καθώς παράλληλα ακούω μία λίστα τους at home, με ήχο only, ήταν εκπληκτικοί. Το λέω γιατί, μέχρι και το τέλος της συναυλίας, με ενοχλούσε αρκετά που στεκόμουν όρθια. Θα προτιμούσα να τους παρακολουθούσα σε sitting mode of course, με μεγαλύτερη άνεση, αλλά χαλάλι. Υπέροχοι.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΕΔΩ