Πριν από κάποια χρόνια (ποτέ δεν είχα καλή αίσθηση του χρόνου), σε ένα από τα πρώτα ΨΧ φεστιβάλ που είχαν γίνει στο Ρομάντσο, είχα την τύχη να ακούσω μια μπάντα που τότε μπορώ να πω πως ήταν ακόμα “υπό κατασκευή”. Από εκείνη την ολίγον “άχαρη” αλλά γεμάτη προοπτικές εμφάνιση, μεσολάβησαν πολλά ταξίδια, πολλές αλλαγές στο line-up της μπάντας κι έτσι προέκυψε η τελική δομή των The Steams. Το συγκρότημα πλέον αποτελείται από τον “εγκέφαλο” και δημιουργό του, Πάνο Δημητρόπουλο στα φωνητικά και στην lead κιθάρα, τον Ανδρέα Κοκοβίκα στην σόλο κιθάρα και στα εφέ, τον Αλέξανδρο Μπόλπαση στο μπάσο και τον Gustav Penka στα ντράμς και γενικότερα στα κρουστά της μπάντας.
Το live τους το περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία διότι ήθελα να τους δω με το οριστικό τους line-up σε έναν μεγαλύτερο χώρο από αυτόν του υπογείου της Crust όπου θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα το παιχνίδισμα της μπάντας με τους διαφορετικούς ήχους και τα εφέ κατά τη διάρκεια του gig. Μαζί τους θα ήταν κι οι Acid Pussies για τους οποίους είχα ακούσει κάποια διάσπαρτα πολύ καλά λόγια τα οποία επιβεβαιώθηκαν στο έπακρο.
Ανταπόκριση: Ηλίας Δελάκος / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Η ώρα εκκίνησης του live ήταν τυπικά στις 21:00 κι ο κόσμος είχε αρχίσει ήδη να μαζεύεται αλλά τελικά οι πόρτες άνοιξαν στις 21:30 λόγω κάποιων τεχνικών δυσκολιών στο soundcheck και μόλις δύο λεπτά αργότερα εμφανίστηκαν οι Acid Pussies. Τα παιδιά ήταν το ιδανικό ζέσταμα για τους The Steams, διότι συνδύαζαν την ψυχεδέλεια με το funky στοιχείο σε πολλά από τα κομμάτια τους κι έτσι κατάφερναν να σε παρασύρουν σιγά-σιγά σε ένα ανεπαίσθητο κούνημα κεφαλιού και γοφών που θα κορυφωνόταν με το παίξιμο του “Surfer Grandma”. Παρά τα λάθη που έκαναν σε κάποια solo μέρη των κομματιών που έχουν δώσει μέχρι τώρα στη δημοσιότητα και τα οποία είναι δικαιολογημένα αφού ήταν μόλις η δεύτερη live τους εμφάνιση, ανταποκρίθηκαν άψογα στις απαιτήσεις της βραδιάς κι άγγιξαν το κοινό το οποίο γέμισε το venue στο τελευταίο τους τραγούδι για να τους ανταμείψει με ένα δυνατό και γεμάτο χειροκρότημα. Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι υπάρχουν δύο γυναίκες στην μπάντα (η Ειρήνη Ταμπασούλη στην κιθάρα κι η Σοφία Παπακοσμά στο μπάσο) κι αυτός είναι άλλος ένας λόγος που τους εκτίμησα, διότι η rock μουσική στην Ελλάδα πρέπει να πάψει να είναι αποκλειστικά “ανδρική υπόθεση”.
Η ώρα των Τhe Steams ήρθε στις 22:30 και κάτι παραπάνω, ίσως διότι οι απαιτήσεις του στησίματος της μπάντας πάνω στην σκηνή με τα drums στο αριστερό μέρος κι όχι πίσω από τους υπόλοιπους είχε ως αποτέλεσμα να διαρκέσει λίγο περισσότερο η παρέμβαση των τεχνικών και των μουσικών στην τελική διαμόρφωση του stage. Η εμφάνιση τoυς άρχισε με το άκρως μυσταγωγικό riff του “Perfect Storms” που συνοδεύτηκε από τα πολύ επιβλητικά drums του Gustav και τον απόλυτα εκφραστικό χορό του Ανδρέα Κοκοβίκα ο οποίος έδωσε όλο του το είναι πάνω στην σκηνή κι ήταν απολαυστικότατος. Ακολούθησε το “Amdajitr” στο οποίο ξεχώρισε η φωνή του Πάνου Δημητρόπουλου μέσα από την λυρικότητα της αλλά και τα απίστευτα εφέ του μικροφώνου του που έδωσαν μια χροιά ενός απόλυτα ταιριαστού vintage ήχου σε όλο το live. Η δυναμική των στίχων αυτού του κομματιού δεν μπορεί να παραληφθεί καθώς μιλάνε για αλήθειες κι αν μπορούσα θα τους παρέθετα όλους, είναι γεμάτο διακυμάνσεις έντασης που δίνουν μια εντύπωση ότι αυτό το κομμάτι είναι η διήγηση μιας παραμυθένιας ζωής ή ενός παραμυθιού ζωής και τεχνικά αποτελεί ένα από τα καλύτερα και δυσκολότερα τεχνικά τραγούδια του δίσκου της μπάντας.
H αλληλεπίδραση τραγουδιστή και κιθαρίστα πάνω στην σκηνή άρχισε να φαίνεται ξεκάθαρα και τα πρώτα τινάγματα του μαλλιού του Πάνου έδειχναν ότι αυτή τη συναυλία την περίμεναν με πάθος και λαχτάρα εδώ και πολύ καιρό. Η μεγαλοπρέπεια του “Ever Lasting” το οποίο προαναγγέλθηκε από τον frontman γέμισε με δέος τον χώρο και το κοινό ενώ το Feed με το Fjordian Blue που ακολούθησαν, ήρθαν για να ανάψουν τα αίματα και να βάλουν τον κόσμο σε ένα πιο χορευτικό mood. Όλο αυτό έγινε προφανώς για να έρθει το “Green Fire”, το πιο ατμοσφαιρικό κομμάτι του setlist και να φέρει την αντίθεση και τον ρομαντισμό σε ένα, κατά τ’ άλλα, πολύ δυναμικό και χορευτικό live. Χωρίς καμία διακοπή, μπήκαν τα drums, τα οποία απουσίαζαν παντελώς από το “Green Fire” κι ο τραγουδιστής εμφανίστηκε με ένα ντέφι στο χέρι που μετά από λίγο παραχωρήθηκε στο κοινό και συνέχισε να ηχεί μέχρι το τέλος του live με απόλυτη ορθότητα (μπράβο κι αγάπη σε εσάς που ξέρω ποιοι είστε). Κάπως έτσι άρχισε το “Black Sand” και μας καθήλωσε με την μεγαλοπρέπεια του και την άκρως underground μπασογραμμή του, τόσο σε μελωδικό όσο και σε ηχητικό επίπεδο. Επίσης, οι κινήσεις των χεριών του Πάνου, όσο ερμήνευε ορισμένα κομμάτια, έδιναν στον θεατή μια αίγλη αισθησιασμού σαν αυτόν που μπορούσε να σου δώσει το παλιό καλό rock της εποχής των “παιδιών των λουλουδιών”.
Καθώς βαδίζαμε προς το τέλος, επόμενο έμελλε να είναι το αγαπημένο μου “The Beautiful” στο οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον τραγουδιστή άλλη κιθάρα με πιο blues vintage ήχο με αποτέλεσμα το σόλο της lead κιθάρας στην μέση του κομματιού να αποδοθεί στην εντέλεια και να σε πάει ένα ταξίδι ψυχεδέλειας σε συνδυασμό με τον ήχο από το slide που είχε φορέσει στο δάχτυλο του ο Δημητρόπουλος. Το τέλος του κομματιού ήταν πολύ λιτό κι ατμοσφαιρικό και ταίριαξε ιδανικά με το γεμάτο fuzz ταξίμι που με μάγεψε ώστε να με παρασύρουν ακόμα ευκολότερα οι πρώτες νότες του “The Drought”. Το τραγούδι αυτό, πραγματικά, έδωσε μια νότα στο live καθώς περιείχε μια uptempo γέφυρα που δεν υπάρχει στο κομμάτι κι έδωσε την μέγιστη αφορμή σε όλα τα μέλη της μπάντας να χτυπηθούν έξαλλα και προφανώς το κοινό δεν έπρεπε να μείνει αμέτοχο σε όλο αυτό. Έτσι, με την ατάκα “Φίλοι,χορεύετε”, ο Δημητρόπουλος έδωσε το έναυσμα για το δυναμικότερο track της μπάντας κατ’εμέ, το “Ephemeral Joys” κι η συνέχεια δεν μπορεί να περιγραφεί εύκολα. Όλος ο κόσμος άρχισε να χορεύει σαν τρελός και να έχει την αίσθηση ότι αυτό το live έχει μόλις αρχίσει καθώς του κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον καθ’όλη την διάρκεια του!
Κι όμως, με το χαρακτηριστικότερο riff του “Wild Ferment”, η συναυλία αυτή έφτασε στο τέλος της κι άφησε τον κόσμο με μια λαχτάρα για την επόμενη live εμφάνιση και την δεύτερη δισκογραφική δουλειά των Steams. Το “The Harvest” αποτέλεσε την καταλληλότερη μελωδία καθώς συνδυάζει μια απίστευτη δυναμική με μια άκρως χαλαρή και doom διάθεση ενώ τελείωσε με ατέρμονους ψαλμούς και φυσικούς ήχους πόλης σαν υπενθύμιση για το που δημιουργήθηκε αυτή η μπάντα που μόλις είδες και πάνω σε ποια μουσικά ερεθίσματα έχτισε τις βάσεις της. Γενικά, το live ήταν σε επίπεδο δίσκου όσον αφορά την ποιότητα και την απόδοση του ήχου και σε αυτό, εκτός από τις μουσικές ικανότητες των μελών του σχήματος, συνέβαλλε κυρίως ο εξοπλισμός κι ο ηχολήπτης του, Κώστας Ραγιαδάκος, καθώς κι η ηχητική ικανότητα του six d.o.g.s. Κατά την γνώμη μου, οι The Steams βρίσκονται ακόμα στην αρχή μιας μουσικής πορείας που προδιαγράφεται λαμπρή διότι χαρακτηρίζεται από ταπεινότητα, μπόλικη δουλειά κι έναν συνδυασμό μουσικής παράδοσης και ψυχεδελικής… απόδρασης. Ξέρετε, σαν το κρασί της Σαντορίνης από το οποίο πήρε και το όνομα του ο πρώτος τους δίσκος…