Όταν για τους μικρότερους και όχι τόσο ανυπόμονους, μόλις άρχισε η σχολική περίοδος, για μένα, η έναρξη της συναυλιακής σεζόν γοητεύει, καθώς αποτελεί ένα γεγονός, που το κατέχει ένα είδος αγωνίας, αλληλεπίδρασης και ενθουσιασμού. Αφετηρία κρίθηκε το Temple, ένας γνώριμος χώρος, που αντηχεί και φιλοξενεί μουσικές συχνότητες, συχνά περιστρεφόμενες γύρω από ριζοσπαστικές ιδέες.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Οι Kalte Nacht, αναλαμβάνουν τον πρόλογο της βραδιάς, λίγο πριν το ρολόι δείξει 21:30. Ένα σχήμα-project των δύο, που γεμίζει dark-wave σημεία το φάσμα μιας minimal dance progressive λογικής. Τα synths και το μπάσο πορεύονται των προηχογραφημένων σχημάτων, χωρίς όμως να καταφέρνουν να τα εναποθέτουν σε δεύτερη μοίρα. Έτσι, αν μέτρια τα φυσικά όργανα, μέτρια και η digital ακουστική, υπάρχει πρόβλημα. Η κύρια φωνή, αρκετά heavy, βαθιά και παχιά για γυναικεία, θετικά περίεργη. Όπου ανοιγόταν, διέδιδε πως έχει ικανότητες. Από τα κομμάτια που ξεχώρισα, αν και δεν κατέχω τον τίτλο του, αυτό που μιλάει στα ελληνικά. Θα τους προτιμούσα περισσότερο σε ανάλογες συνθέσεις, με αυτή τους την απόδοση.
Ο Jay Glass Dubs (Δημήτρης Παπαδάτος) είναι ο επόμενος καλεσμένος, που θα βρεθεί πολύ σύντομα πίσω από τις κονσόλες και το laptop του. Άνετος στην εμφάνιση και απλός στο look, έχει κρεμασμένο το μικρόφωνο γύρω από το λαιμό του, αν και σπάνια το χρησιμοποιεί. Παρά ταύτα, αποτελεί ένα πράγματι ζωντανό οργανισμό, καθώς ο ήχος που παράγει, μοιάζει συνάμα φριχτός και εκκεντρικός, σαρκικός και αισθησιακός. Οι αλλεπάλληλοι αν και cool, σπασμωδικοί, συνδεόμενοι ρυθμοί, τα ανεξέλεγκτα πολυμορφικά στροβιλίσματα των εφέ και η αχνή ηχώ φωνηέντων και παλμών, συνάδουν απόλυτα με την έννοια της τολμηρής, experimental-electro, «παραφυσικής» θα έλεγα, χορευτικής μουσικής, που θα σε τσακώσει ακόμα κι αν δεν την γνωρίζεις. Ίχνη από τη dub οδηγούν το trip-αριστό του αποψινό παιχνίδι, σε διάθεση πάρτυ (η σύνδεση με Βερολίνο ή Λονδίνο εφικτή), ή αλλιώς, ονειρικά, η τοποθεσία μεταφέρεται στην παραλία. Χαίρομαι που διαβάζω πως απολαμβάνει ήδη διεθνή καριέρα.
Η κουρτίνα κλείνει για να φωτιστεί η σκηνή στα κόκκινα. Visual επενδύσεις, δεν θα χρησιμοποιηθούν, αυτήν τη φορά. “Die Life” και “Circles”. Τα τύμπανα είναι στημένα στα όρθια, δεξιά όπως κοιτάζουμε. Στην ίδια ευθεία, στο κέντρο εννοείται, ο Luis Vasquez, η φωνή του σχήματος και η φιγούρα κυρίως της κιθάρας, μα και των πλήκτρων, ενίοτε των bongos και ενός τενεκέ. Αριστερά, ο ευρηματικός παίκτης του μπάσου, των πλήκτρων και του ψηφιακού κρουστού, ενώ συμπληρώνει με φωνητικά.
Οι The Soft Moon είναι από τα σχήματα, που πρέπει να ακούγονται ζωντανά. Οι κινήσεις τους διαφέρουν. Αγριεμένες, χασιματικές, ιδιότροπες, ευερέθιστες. Σκληρές ή μελαγχολικές. Τα τύμπανα κάνουν πολύ καλή δουλειά, καθαρή, προσφέρουν όλο το ρυθμό. Τα φωνητικά αγγίζουν διαφορετικά ύψη και αξίες, δημιουργούν σύγχυση και φασαρία. “Burn”. Επίσημα συντελούν στη βρωμιά του ήχου τους, μαζί με τα ξυσίματα από την κιθάρα και τα εμπλεκόμενα beats, το noise της υπόθεσης. Το μπάσο ξερνάει dark, τα πλήκτρα εκφράζουν ένα μπερδεμένο μουσικό νόημα, μικρές μελωδικές παραμορφώσεις. Ναι, έχουν και αρκετά μέρη από wave και post-punk στιγμές, ύφεσης και προβληματισμού.
“Repetition”, υπέροχη η δύναμη των κρουστών (πάντα χρειάζεται ένα setlist). “Parallels”, γεφυρώνει. Δυναμικό και έντονο το encore με το “Black” να οδηγεί σε αυτό το tribal, χαοτικό ταξίδι του “Want” με τις μαράκες, τις παύσεις και τις κραυγές. Ένα πάθος που συχνά συναντά την έκσταση.