Μετά το τέλος του καλοκαιριού, ξεκινά η νέα μουσική σεζόν για την Αθήνα, με την τρίτη κατά σειρά εμφάνιση του σκοτεινού post-punk χείμαρου των Soft Moon στα πλαίσια της κυκλοφορίας του τελευταίου τους album “Deeper” τον περασμένο Μάρτιο. Πλήθος κόσμου σπεύδει από νωρίς στην Ηπείρου και ο χώρος καταφέρνει να γεμίσει, όχι όμως ασφυκτικά αλλά όσο χρειάζεται για να μπορεί ο κόσμος να ευχαριστηθεί στο έπακρο το live.
Ανταπόκριση: Ελένη Αποστολάκου / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Τη συναυλία άνοιξε το ελληνικό σχήμα από τη Θεσσαλονίκη Gioumourtzina, η σύσταση του οποίου είναι αρκετά πρόσφατη. Η μουσική τους κινείται γύρω από ένα ευρύτερο electro πλαίσιο με στοιχεία από new wave και techno αλλά πολύ πιο σκοτεινό απ’όσο θα περίμενε κανείς. Είχα δει το συγκρότημα άλλη μια φορά την περασμένη χρονιά με ελαφρώς παραλλαγμένη σύσταση, παρ’ όλα αυτά το μουσικό μονοπάτι που διάλεξαν για αυτό το live δεν με απογοήτευσε καθόλου για ακόμα μια φορά. Τα γλυκά και ονειρικά ηχοτοπία μετατρέπονταν σε εφιαλτικές στιγμές μίσους και επιθετικότητας, με φωνητικά που θύμιζαν πρωτόγονες κραυγές αλλά και στιγμές που καθιστούσαν αδύνατο να μείνεις ακίνητος στο χώρο και όλα αυτά ενσωματωμένα μέσα σε ένα σκοτεινό, φουτουριστικό, βιομηχανικό τοπίο. Η συνολική ατμόσφαιρα που δημιούργησαν και το εκταμένο σε διάρκεια set τους δυστυχώς δεν κατάφερε να «ζεστάνει» ιδιαίτερα τον κόσμο. Οι περισσότεροι έδειχναν να παρακολουθούν με ενδιαφέρον μεν το ιδιόμορφο σχήμα που είχαν μπροστά τους, όντας όμως αποστασιοποιημένοι από το βιωματικό κομμάτι της μουσικής, ενώ ταυτόχρονα πολύς κόσμος έμεινε έξω από το συναυλιακό χώρο για πολλή ώρα και έχασε ένα μεγάλο μέρος του set.
Μετά από μια μικρή παύση, ο χώρος γέμισε σχεδόν αμέσος και στη σκηνή εμφανίστηκαν οι The Soft Moon δίνοντας το εναρκτήριο σήμα με το κομμάτι “Black” από τον τελευταίο δίσκο “Deeper” ξεκινώντας με μινιμαλιστική σκηνική παρουσία, χωρίς να χρησιμοποιούν καπνό και εφέ για να δημιουργήσουν μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα όπως συνηθίζεται, αλλά με μια μοναδική εκρηκτικότητα επί σκηνής που μόνο αυτοί γνωρίζουν πως να χειρίζονται έτσι ώστε ο κόσμος να ανταποκριθεί από την πρώτη κιόλας στιγμή. Και αυτό ακριβώς έγινε. Ήδη από τα πρώτα κομμάτια, ο κόσμος έδειχνε εκστασιασμένος, ενώ είχε αφεθεί ολοκληρωτικά στους θυελώδεις ρυθμούς, ενώ το συγκρότημα έδειχνε να απολαμβάνει το κάθε λεπτό πάνω στη σκηνή, μεταφέροντας μια ξαφνική βίαιη μανία στο χώρο. Η μουσική τους σε έκανε να αισθάνεσαι πως περιμένεις με ανυπομονησία μια υπέροχη καταστροφή να συμβεί.
Η εκτέλεση των κομματιών από την πλευρά του συγκροτήματος ήταν άψογη, όμως ο ήχος δεν τους βοήθησε αρκετά. Από τα μέσα του σετ και ύστερα, ο ενισχυτής του μπάσου άρχισε να εμφανίζει προβλήματα με αποτέλεσμα το live να διακόπτεται συνεχώς. Ο κόσμος έδειχνε να ανταποκρίνεται παρ’ όλα αυτά και το συγκρότημα αν και εμφανώς εκνευρισμένο από το συμβάν προσπαθούσε με την επαγγελματικότητα που τους χαρακτηρίζει να ξαναχτίσει από την αρχή την ατμόσφαιρα που διέλυσαν τα προβλήματα στον ήχο. Ιδιαίτερα με τα τελευταία κομμάτια “Being” , “Die Life”, “Sewer Sickness” και “Want”, επρικράτησε μια μικρή “φρενίτιδα” και ο χώρος θύμιζε ένα τεράστιο πάρτυ με το συγκρότημα να είναι μεν λιγότερο ορμητικό απ’ όσο ήταν αρχικά, αλλά πολύ περισσότερο ογκώδες και καταστροφικό απ’όσο θα περίμενε κανείς ακούγοντας τα album. Το μόνο που μένει είναι να αναμένουμε την επόμενη επιστροφή τους.