Tο βράδυ της Παρασκευής μια μπάντα που -με βεβαιότητα μπορώ να πω-αποτέλεσε τον ορισμό της πρωτοπορίας του βιομηχανικού, σκοτεινού και ζοφερού ήχου, οι Sisters Of Mercy, επέστρεψαν με μια εμφάνιση στην σκηνή του Gazi Music Hall αποδεικνύοντας μας την ακατανόητα εμπορική τους πτυχή, παρ’όλες τις ουσιαστικές της αναφορές σε θρυλικά ερεθίσματα τα οποία υπήρξαν ικανά να συμβάλουν στην διαμόρφωση της.
Aνταπόκριση: Έφη Καραμουσάλη / Φωτογραφίες: Δημήτρης Δαλακλής (περισσότερες εδώ)
Έχοντας ασκήσει μια εξέχουσα επιρροή στα new wave/goth rock ρεύματα της εποχής, η πολυπλοκότητα τoυς αλλά και η μεγάλη εμπειρία που κουβαλούν, ξεκινώντας από τα μακρινά 80s, σημαντική δεκαετία για την ανάπτυξη του λεγόμενου κινήματος “Goth”, δεν σου αφήνει περιθώρια καθώς σε κατευθύνει σε μια λούπα με σκοτεινά τοιχώματα αδύνατον να καταστραφούν ώστε να αποδράσεις από αυτή.
Aπό την πρώτη στιγμή οπού άνοιξαν οι πόρτες, ο εξαιρετικά μεγάλος χώρος του venue γέμισε με γενιές ανθρώπων που, είτε μεγάλωσαν με τις μουσικές των Sisters Of Mercy, είτε γοητευτήκαν μεταγενέστερα. Τα συναυλιακά ωράρια, που τόσο μου είχαν λείψει τήρησαν τον “λόγο” τους, με την guest εμφάνιση της A. A. Williams παρέα με την μπάντα της να πραγματοποιείται στις 21:15 ακριβώς.
Διαθέτοντας φυσικά μια καλλιτεχνικά επιβλητική παρουσία στον χώρο, το κοινό δεν έδειξε κάποιον ένθερμο ενθουσιασμό για το performance της, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακραία ατμοσφαιρικό με νωχελικούς προσδιορισμούς στην πολυδιάστατη post. Εξαιρετικά φωνητικά που παρέπεμπαν σε εκκλησιαστικά εμβατήρια προσδίδοντας στον χώρο το απαιτούμενο δέος αλλά εξωτερικεύοντας μέσα από τις μουσικές της δημιουργίες την εσωστρέφεια και την δυναμική αυτής, στοιχείο οπού ενδυναμώθηκε με τις τονικές εναλλαγές των κιθαριστικών πλαισίων. Ένα opening act, οπού με ταπεινότητα και δεξιοτεχνία παρουσίασε σε ένα αδιάφορο κοινό την δουλειά του, αδιαφορώντας φυσικά για την απαράδεκτη στάση του. Ψίθυροι και κουβεντούλες της σειράς απέσπασαν μεγάλο κομμάτι, δημιουργώντας αυτή την ενοχλητική φασαρία στα αυτιά, αλλά και κουραστικά, ενοχλητικά vibes στον χώρο, έχοντας ουδέ μια ευθύνη γι’ αυτό φυσικά οι καλλιτέχνες.
Ο ήδη αποπνικτικός χώρος άρχιζε σιγά σιγά να αποτελεί βασικό παράγοντα της δυσαρέσκειας μου καθώς δεν ήταν λίγες οι φόρες οπού σκέφτηκα να απομακρυνθώ από τα κάγκελα για να γλιτώσω το ποδοπάτημα. Εάν και δεν το συνηθίζω, στα τρία πρώτα κομμάτια των Sisters of Mercy κατάφερα να βγω από τον πανικό που επικρατούσε, τόσο γιατί υπήρχε ήδη ο εκνευρισμός με την συμπεριφορά ορισμένων που μου έριχναν δυο δεκαετίες, αλλά και γιατί οι υποψίες περί ποδοπατήματος επιβεβαιώθηκαν. Συνεπέστατοι στην ώρα τους με τον Andrew Eldritch να δηλώνει μέσω της υπερ κινητικότητας του κάποιον ενθουσιασμό, ξεκίνησαν το set με το “Μore”, “Alice” και “Crash And Burn”, μια καλή (και ασφαλής) εισαγωγή για τα πλέον δεδομένα της μπάντας.
Αξίζει να αναφερθεί πως η χημεία του Ben Christo και του Dylan Smith έδωσε άλλη σημασία στο σύνολο της εμφάνισης καθώς ήταν διατεθειμένοι να μας “απασχολούν” με τις δεξιοτεχνικές τους ικανότητες και τα solo τους τις στιγμές οπού πάνω στο stage γίνονταν αντιληπτά μόνο τα βαθιά αισθαντικά φωνητικά του Eldritch. Δεν ήταν λίγες οι φόρες οπού ψάχναμε την παρουσία του καθώς το μεγαλύτερο μέρος της συναυλίας το πέρασε στη δεξιά πλευρά του stage, ένα spot το οποίο δεν γινόταν αντιληπτό αρκετές φόρες. Αναμφίβολα υπήρξε αλληλεπίδραση με το κοινό, μεταδίδοντας του την ωρίμανση της μουσικής του. Ο εξαιρετικά επαγγελματικός ήχος του Gazi Music Hall αλλά και η τεχνική του φωτισμού βοήθησαν αρκετά τις συνθήκες, καθώς έπαιξε σημαντικό ρόλο ο συνδυασμός των προαναφερθέντων με την αμεσότητα των στίχων και την θύελλα των samples, μια αντίθεση που σφιχταγκάλιασε την dark/dance, ξεπερασμένη μεν νοοτροπία. Θα ήταν άδικο να μην αναφερθεί η ικανοποιητική απόδοση του “Marian” αλλά και του “Dominion Mother Russia” με την συγκίνηση του Andrew Eldritch να κατακλύζει την ατμόσφαιρα αποσύροντας την παρουσία του για πολύ λίγο. Η επιστροφή του σηματοδοτήθηκε με το “Something Fast” κλείνοντας το set με το “Flood II” αλλά και με τον ίδιο να αρνείται να σταματήσει τραγουδώντας ακάθεκτα παρά την πτώση του. Λίγο αργότερα το πολυπόθητο encore επενδύθηκε με τα θρυλικά κομμάτια της μπάντας, “Temple Of Love”, “Vision Thing” και “This Corrosion”, κομμάτια που προσωπικά προτιμούσα να ακούσω νωρίτερα, οπού το set μετατρεπόταν σε αδιάφορα μονότονο.
Σε μια σχεδόν, μιάμισης ώρας παρουσία, οι Sisters of Mercy αποχώρησαν από το stage δηλώνοντας ένθερμα την ευγνωμοσύνη τους. Αναμφισβήτητα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μια μη αναμενόμενη συναυλιακή βραδιά, καθώς από την αρχή όλοι γνωρίζαμε την ποιότητα αλλά και την ποσότητα τόσο του κοινού όσο και της ίδιας της μπάντας. Τόσο οι Sisters Of Mercy όσο και η A. A. Williams απέδωσαν με σθένος δείγματα από το “προϊόν” για το οποίο δούλεψαν σκληρά παραδίδοντας μαθήματα σε μια προκατειλημμένη “μάζωξη” ανθρώπων. Είναι σημαντικό να κρατάς στοιχεία από τον χαρακτήρα είτε της μουσικής σου είτε της γενικής σου νοοτροπίας, τα οποία σε εξέλιξαν κάποια στιγμή, ωστόσο είναι σπουδαιότερο να εξελίσσεις το ήδη υπάρχον και να μη παγώνεις σε μια συγκεκριμένη εποχή. Οι Sisters Of Mercy ολοκλήρωσαν μια ακόμη μουσική βραδιά αφήνοντας κυρίως μη απογοητεύτηκα σχόλια όσον άφορα το μουσικό τους κομμάτι και μόνο.