Μια παρουσίαση δίσκου σπανίως ενέχει το συναίσθημα της περιέργειας για το τι πρόκειται να παρακολουθήσεις. Πόσο μάλλον ενός δίσκου που έχεις ακούσει αρκετές φορές και θεωρείς – λανθασμένα, όπως απεδείχθη – πως έχεις πάρει ήδη από τις πρώτες ακροάσεις ό,τι έχει να σου δώσει. Ένα τέτοιο παράδειγμα album που σε κάθε ακρόαση σου δίνει ακόμα μία αφορμή για να το αγαπήσεις είναι το “Gold and Shadows” των Road Miles, η παρουσίαση του οποίου έγινε το περασμένο Σάββατο στο six D.O.G.S.
Ανταπόκριση: Ελπίδα Πουρναρά / Φωτογραφίες: Δανάη Φωκίου (περισσότερες εδώ)
Τον Huge Dwarf δεν τον είχα ακούσει ξανά. Ένας συμπαθής νεαρός, μια κιθάρα, ένα laptop με τα απαραίτητα samples, μια μικρή δόση αμηχανίας κι ένα venue που ολοένα γέμιζε. Αν και μόνος on stage, μας μετέφερε στον δικό του κόσμο και δημιούργησε παρόμοιο mood με αυτό αρτιμελών μπαντών – χωρίς να έχει να ζηλέψει κάτι από αυτές: “less is more” δε λένε; Με σύμμαχο το χαμηλό φωτισμό και τις μελωδίες του προκαλούσε συναισθήματα γαλήνης, ηρεμίας, ακόμα και νοσταλγίας και οι λούπες του με τα μοτίβα τους κατάφεραν να κάνουν τον κόσμο να κινείται νωχελικά στο χώρο. Έχοντας στο ενεργητικό του την πρώτη του δουλειά “Bridge” που κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες και κάποια demo κομμάτια παρουσίασε το υλικό του τίμια και με τρόπο που σε έκανε να θες να τον ξανακούσεις. “Your Look” και “It’s Easy” λοιπόν ξεχώρισαν κατ’ εμέ κι αν ποτέ σου δοθεί η ευκαιρία άδραξε την για να τον ακούσεις. Εξαιρετική έναρξη βραδιάς.
Μικρή ανάπαυλα, στα ηχεία παίζουν Black Angels, ο φωτισμός αυτή τη φορά παίρνει αποχρώσεις του χρυσού και δημιουργεί σκιές στη σκηνή που υποδέχεται το κουιντέτο των Road Miles. Το “Gold and Shadows” παρουσιάζεται στην ολότητά του, με καθαρό ήχο, άρτιες εκτελέσεις, δυναμικές παρουσίες. Οι κινήσεις της Αφροδίτης γεμάτες πάθος μεταδίδουν την ένταση των στίχων με περισσή ευκολία και μαεστρία, το παιχνίδι με το ντέφι ψυχεδελικό, κιθαριστικά solos, μπασογραμμές και τύμπανα μεστά και δυναμικά συνθέτουν το puzzle. Ανατριχιάζεις και χτυπιέσαι, ζητάς κι άλλο, παρασύρεσαι και σιγοτραγουδάς, βιώνεις ό,τι σου διηγούνται. Κάθε ιστορία του δίσκου σου μεταφέρεται αυτούσια – κι ίσως λίγο καλύτερα από το ηχογραφημένο υλικό – χωρίς φανφάρες και η σκηνική παρουσία όλων των μελών λειτουργεί σαν bonus ενισχύοντας με τη σειρά της το ψυχεδελικό σκηνικό και τις ατμόσφαιρες που δημιουργούν σε ένα αέναο πάρε-δώσε μεταξύ στίχου και μελωδίας. Μην έχοντας κάτι αρνητικό να τους προσάψεις και με την ώρα να περνά κάτι παραπάνω από όμορφα αλλά και γρήγορα, φτάνουν στο τέλος του set τους και στην παρουσίαση ενός καινούριου κομματιού ονόματι “Filthy Air”. “Πάμε άλλη μία από την αρχή…” ακούγεται μια φωνή από το γεμάτο πια six D.O.G.S και με βρίσκει σύμφωνη. “Κι ηχογραφήστε το δίσκο ξανά, με τις αποψινές εκτελέσεις!” θα συμπλήρωνα.
Κι εκεί συνειδητοποιείς ότι έχεις να κάνεις με μια πολύ καλά προβαρισμένη μπάντα, η οποία ξέρει τι κάνει κι έχει φτάσει στο σημείο να μπορεί κάλλιστα να βρεθεί σε σκηνές του εξωτερικού – κι ας μετρά μόλις ένα χρόνο ζωής στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Μια μπάντα που βγάζει την ψυχή της στο σανίδι και που έχει να κάνει μίλια ακόμα τόσο καλλιτεχνικά, όσο και συντροφεύοντας πχ. ένα ποτήρι παλαιωμένο ουίσκι, road trips και άλλα ταξίδια του νου.