Οι Βρετανοί The Prodigy δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Μαζί με τους The Chemical Brothers και τον Fatboy Slim έχτισαν το μύθο της πάλαι ποτέ βρετανικής big beat σκηνής, η οποία από underground παρακλάδι της techno στις αρχές της δεκαετίας του ’90 εξελίχθηκε σε μόλις λίγα χρόνια στην πιο καυτή τάση της παγκόσμιας dance σκηνής. Κάθε club που σεβόταν τον εαυτό του είχε στο repeat τραγούδια των The Prodigy, με το σχήμα από το Essex να γίνεται σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά.
Έχοντας ήδη δύο κορυφαία άλμπουμ (“Experience”, “Music For The Jilted Generation”) στο ενεργητικό τους οι Keith Flint, Liam Howlett και Maxim είχαν θέσει τον πήχη πολύ ψηλά. Οι προσδοκίες για τον 3ο δίσκο των The Prodigy ήταν ιδιαίτερα μεγάλες τόσο από κριτικούς όσο και από τους fans. Το σχήμα είχε αρχίσει να προκαλεί αίσθηση και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, αφού πρώτα είχε σμπαραλιάσει στο περάσμά του ολόκληρη τη dance σκηνή της γηραιάς Αλβιώνας.
Με τον Liam Howlett στην αιχμή του δόρατος (σύνθεση-παραγωγή) και μια μεγάλη γκάμα από guest συνεισφορές (Cedric Miller, Adam Horovitz, Deborah Dyer και πολλοί άλλοι ), οι The Prodigy κυκλοφορούν το αριστουργηματικό “The Fat Of The Land” στις 30 Ιουνίου του 1997 μέσω της XL Recordings.
Το άλμπουμ μουσικά ακολουθεί την επιτυχημένη συνταγή του προκατόχου του. Γιατί ως είθισται να λέγεται, ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει. Υπνωτικά χιπ χοπίζοντα beats, catchy μπασογραμμές, acid αναφορές, electro lead μελωδίες και trip hop επιρροές διαπερνούν όλο το φάσμα του δίσκου. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τα γνωστά και μη εξαιρετέα σαμπλάκια των The Prodigy δημιουργούν ένα εκρηκτικό μουσικό κονίαμα , όμοιο του οποίου δεν είχε ποτέ εμφανιστεί προηγουμένως. Το “Fat Of The Land” όμως σε αντίθεση με το “Music For The Jilted Generation” αφήνει χόρο στον ακροατή να αναπνεύσει. Να αφουγκραστεί και να ακούσει πιο εύκολα τις έξυπνες και μουσικά πολυποίκιλες εμπνεύσεις του Liam Howlett, ο οποίος παραδίδει πραγματικά μαθήματα μιξαρίσματος πίσω από τα decks. Για τους die hard οπαδούς των The Prodigy το “The Fat Of The Land” θεωρείται κατιτίς πιο εύπεπτο, λιγότερο edgy. Αυτό είναι γεγονός. Η παραγωγή είναι εμφανώς πιο λουστραρισμένη, οι συνθέσεις λιγότερο σκληρές αλλά αρκετά πιο γκρουβάτες, ενώ ακόμα και – υποτυπώδη – lead φωνητικά κάνουν την εμφάνιση τους. Η κατεύθυνση αυτή αποδεικνύει ξεκάθαρα τη στόχευση του σχήματος προς ένα πιο ευρύ κοινό καθώς οι The Prodigy και η XL Recordings γνώριζαν από κοινού πως η πόρτα προς το mainstream ήταν πλέον ορθάνοικτη.
Η συνέχεια λίγο πολύ γνωστή. Ο δίσκος φεύγει καρφί για το #1 στα βρετανικά και αμερικανικά charts, ενώ μέχρι το Δεκέμβριο το “The Fat Of The Land” είχε πουλήσει περισσότερα από 2,6 εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ. Παράλληλα το τρίτο full length πόνημα του σχήματος λαμβάνει διθυραμβικές κριτικές. Οι Βρετανοί φιγουράρουν στα εξώφυλλα όλων των μεγάλων μουσικών εντύπων της εποχής (Rolling Stone, Q, Spin, NME) ενώ τραγούδια όπως το “Breathe” το “Mindfields”, το “Diesel Power” και φυσικά το εμβληματικό “Firestarter” παίζουν σε όλα τα venues της υφηλίου.
Την ίδια στιγμή η δισκογραφική XL Recordings είχε καταλάβει πως στα χέρια της είχε ένα χρυσωρυχείο και στήριξε με όλες τις δυνάμεις της το τρίτο δίσκο των The Prodigy. Προσεγμένη παραγωγή, ακριβά video clips, ανηλεές marketing. Τραγούδια από το “The Fat Of The Land” μπαίνουν στα soundtracks μεγάλων blockbuster ταινιών (The Matrix) ακόμα και σε βιντεοπαιχνίδια του PS1 (Wipeout 2097). Η αυτοκρατορία των The Prodigy ήταν πλέον γεγονός.
Η θέση των The Prodigy στο θρόνο της dance σκηνής δεν έμελλε ωστόσο να κρατήσει πολύ. Στις αρχές της νέας χιλιετίας, η δημοτικότητα του βρετανικού big beat άρχισε να φθίνει, τα μεγάλα ονόματα τράβηξαν σταδιακά διαφορετικούς δρόμους, ενώ η καθ’ όλα διαφορετική σε φιλοσοφία και μουσικές επιρροές trance είχε ξεκινήσει να γιγαντώνεται. Φυσικά οι Βρετανοί συνέχισαν με επιτυχία και τα επόμενα χρόνια με αξιοπρεπέστατους δίσκους (“Invaders Must Die”, “The Day Is My Enemy”), όμως ποτέ δε θα ξεπερνούσαν το αριστούργημα του 1997 όπου κυριολεκτικά υπερέβαλαν εαυτόν. Απόδειξη του μεγαλείου του “The Fat Of The Land”, το γεγονός πως συνεχίζει να χορεύεται με το ίδιο πάθος και την ίδια τρέλα από millennials και gen Z όπως όταν πρωτοκυκλόφορησε το μακρινό 1997. Αρκεί να επισκεφθείτε ένα οποιοδήποτε φοιτητικό πάρτι για να το διαπιστώσετε και ιδίοις όμμασι.