Tο έκτο album των The KVB “Only Now Forever” είναι η εξελικτική και ραφιναρισμένη συνέχεια του μουσικού ταξιδιού της μπάντας, που ξεκίνησε ως solo bedroom project του Nicholas Woods και του άλλου του μισού, της Kat Day. Με άλλα λόγια, εντοπίζονται και εδώ ακόμη οι πινελιές και το βασικό πνεύμα της post-punk μελαγχολίας, με τις οποίες τους γνωρίσαμε και αγαπήσαμε, μόνο που πλέον από τις χαραμάδες των συνθέσεών τους εισέρχεται περισσότερο φως και οι σκιές αρχίζουν να διαλύονται.
Το εναρκτήριο “Above Us” με το επαναλαμβανόμενο μοτίβο κιθάρας, τελειώνοντας -ήδη με το πρώτο άκουσμα- συνεχίζει να αναβοσβήνει στα αυτιά και να μας παρασύρει σε έναν σχεδόν αυτιστικό χορό. Όπως σε κάθε καλή ηλεκτρονική μουσική υπάρχουν στρώματα βάθους, που αποκαλύπτονται και αναδύονται σε κάθε επανάληψη του ακούσματος. Το “On My Skin” με τα μελωδικά φωνητικά του Woods αποτελεί ίσως το πιο γλυκό κομμάτι τους μέχρι σήμερα, ενώ όσο προχωρά ο δίσκος, ο ρυθμός πέφτει ολοένα και αναδεικνύεται η περιπλοκότητα του ήχου με απογείωση το “No Shelter”, που προσωπικά θεωρώ με διαφορά το καλύτερο κομμάτι του δίσκου και θα τολμήσω να πω πως θα μπορούσε να παίζει άνετα στην 3η σεζόν του Twin Peaks αντί για τους Chromatics!
Τα “Live in Fiction” και “Tides” με το αβίαστα πιασάρικο μπάσο έρχονται στη συνέχεια και μας φέρνουν μια αίσθηση από New Order του ’80, ενώ για το τέλος βγαίνουμε και πάλι από την μεταφυσική αχλή με την gleaming synth μελωδία του “Cerulean”, το οποίο μεταβαίνει από έναν παλλόμενο krautrock ρυθμό σε ένα ονειρικό συνθετικό ηχοτόπιο.
Η βασική διαφορά του “Only Now Forever” με τα προηγούμενα albums είναι ότι το ντουέτο αυτή τη φορά δεν περιόρισε τις ηχογραφήσεις του σε συνθέσεις που προορίζονται μόνο για live, αντιθέτως άφησε χώρο στις συνθέσεις να αναπνεύσουν, δίνοντας τους βάθος και σχήμα, προσδίδοντας στην ατμοσφαιρικότητα του σχήματος περισσότερα layers και πολυπλοκότητα και εξευγενίζοντας περαιτέρω τον ήχο του.
Και φυσικά μιλάμε πάντα για έναν δίσκο αντιθέσεων: ελαφρύ και ταυτόχρονα σκοτεινός, ανυψωτικός μα και μελαγχολικός, ρομαντικός αλλά και ανήσυχος. Ένας δίσκος που «παίζει» με τα είδη, τα λυρικά θέματα και τις ηχητικές αντιθέσεις, που συνολικά δημιουργούν ένα φιλόδοξο πειραματισμό διάρκειας 45 λεπτών.