Μια νύχτα που πολλοί περίμεναν εδώ και χρόνια πραγματοποιήθηκε επιτέλους την περασμένη Τρίτη στο Arch Live Stage. Οι The Ghost Inside επέστρεψαν στην Αθήνα ύστερα από 12 ολόκληρα χρόνια, φέρνοντας μαζί τους τον περσινό δίσκο “Searching for Solace” και προσφέροντάς μας ένα πολυαναμενόμενο comeback που επιβεβαίωσε ότι η μπάντα παραμένει πιο ζωντανή από ποτέ. Πριν από την εμφάνιση των headliners, τρεις ελληνικές μπάντες του core ήχου, οι Lavender, Kin Beneath Chorus και Skybinder, προετοίμασαν ιδανικά το κοινό, δίνοντας παλμό και ενέργεια στη σκηνή.
Ανταπόκριση: Πάνος Κουτσουράδης / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη
Τη βραδιά άνοιξαν οι ταλαντούχοι πιτσιρικάδες Lavender, οι οποίοι μέσα σε περίπου 20 λεπτά παρουσίασαν ένα deathcore set, έντονα επηρεασμένο από Whitechapel και Carnifex. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, απέδωσαν με αυτοπεποίθηση, με βαρβάτα breakdowns και δυνατά φωνητικά, δίνοντας την εντύπωση πως έχουν ήδη εμπειρία στη σκηνή. Ο ήχος μπορεί να τους αδίκησε, αλλά η εμφάνιση τους ήταν τιμιότατη, αφήνοντας πολλές υποσχέσεις για το τι μπορούν να προσφέρουν μουσικά στο μέλλον.

Κατά τις 21:00, και ενώ ο κόσμος συνέχιζε να μπαίνει στο Arch, στη σκηνή ανέβηκαν οι Kin Beneath Chorus. Με εμπειρία χρόνων στις πλάτες τους και σταθερή παρουσία στην ελληνική σκηνή, απέδειξαν γιατί θεωρούνται από τους πιο άξιους εκπροσώπους του εγχώριου metalcore. Δυναμική σκηνική παρουσία, σφιχτοδεμένη απόδοση και επαγγελματισμός ήταν τα τρία κύρια χαρακτηριστικά της εμφάνισής τους. Με ήχο στιβαρό και καλοδουλεμένο, κατάφεραν να κερδίσουν τόσο τους παλιούς τους fans όσο και αυτούς που τους άκουγαν για πρώτη φορά.

Ο σύγχρονος αμερικάνικος ήχος τους, με βαριά breakdowns, πιασάρικες μελωδίες που μένουν στο μυαλό και δυναμικές εναλλαγές ανάμεσα σε σκληρά και καθαρά φωνητικά, ξεσήκωσε το κοινό και κούνησε αρκετά κεφάλια. Το “Scars” με το κολλητικό του refrain, το ατμοσφαιρικό “The Mountain” και το επιβλητικό “Grove” ξεχώρισαν ως κορυφαίες στιγμές του set τους, αφήνοντας εξαιρετικές εντυπώσεις και ανεβάζοντας τον πήχη για το υπόλοιπο της βραδιάς.

Τη σκυτάλη πήραν οι Skybinder, οι οποίοι, παρά τον τραυματισμό του drummer τους, ανέβηκαν στη σκηνή με προηχογραφημένα drums. Το απρόοπτο δεν φάνηκε να τους επηρεάζει, ούτε όμως και το κοινό, καθώς από τα πρώτα κιόλας κομμάτια ξεκίνησαν τα σπρωξίματα και το κλίμα “άναψε” αμέσως. Η μπάντα έδειξε αυτοπεποίθηση και πάθος, καλύπτοντας με εντυπωσιακό τρόπο το κενό του live drumming. Με μοντέρνο ήχο, πειστικό παίξιμο και επικοινωνία με το κοινό, απέδειξαν πως έχουν την ποιότητα και την ψυχή να ξεχωρίσουν, ακόμα και κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Για περίπου 40 λεπτά, οι Skybinder παρέδωσαν ένα καταιγιστικό set, γεμάτο ένταση και πάθος, με κομμάτια όπως τα “Stoneskin”, “Mirage” και “Cruel Sun” να ξεχωρίζουν μεταξύ άλλων. Η σκηνική τους παρουσία ήταν αδιάκοπη, με κάθε μέλος να δίνει τον καλύτερό του εαυτό και να διατηρεί την ενέργεια σε υψηλά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια. Παρότι ένα τεχνικό πρόβλημα τους εμπόδισε να ολοκληρώσουν το τελευταίο κομμάτι, αυτό δεν φάνηκε να μειώνει καθόλου την αίσθηση που άφησαν. Το κοινό τους αντάμειψε με ένα θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα, αναγνωρίζοντας την προσπάθεια, την αφοσίωση και την επαγγελματική τους στάση. Ήταν μια εμφάνιση που απέδειξε ότι οι Skybinder δεν πτοούνται εύκολα και ότι έχουν κερδίσει επάξια τη θέση τους στη σκηνή.

Γύρω στις 23:00, η ζέστη στο Arch είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της και η εμφάνιση των The Ghost Inside ήρθε να εκτοξεύσει ακόμη περισσότερο τη θερμοκρασία, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Απόλυτα δεμένοι, εκρηκτικοί και με μια επιβλητική in-your-face παρουσία, μπήκαν δυναμικά με ένα διπλό χτύπημα από τον τελευταίο τους δίσκο: τα “Death Grip” και “Earn It” άνοιξαν ιδανικά, βάζοντας από νωρίς φωτιά. Το “Pressure Point” ακολούθησε, πυροδοτώντας ακόμα πιο έντονες αντιδράσεις από το κοινό και εδραιώνοντας από νωρίς την αίσθηση ότι η βραδιά θα ήταν κάτι παραπάνω από ξεχωριστή.

Καθώς περνούσε η ώρα, το setlist γινόταν όλο και πιο δυνατό, με τον κόσμο, που είχε γεμίσει ικανοποιητικά τον χώρο, να μην σταματά να τραγουδά και να ανοίγει κύκλους μόνιμα μπροστά στη σκηνή. Τα sing-alongs έδιναν και έπαιρναν, ενώ η κατάσταση ξέφυγε εντελώς στο άκουσμα των στίχων “What do you stand for?”, “Life’s swinging hard but I’m swinging harder” και φυσικά στο “Triumph over tragedy”. Ο frontman Jonathan Vigil ευδιάθετος, περνούσε συνεχώς μπροστά από την πρώτη γραμμή δίνοντας το μικρόφωνο στο κοινό, προσφέροντας έτσι έναν επιπλέον παλμό στην ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα.

Το setlist έκανε μια βόλτα από όλη τη δισκογραφία τους, με τα δύο πρώτα άλμπουμ να έχουν περιορισμένη παρουσία, κάτι που ήταν και αναμενόμενο. Παρόλα αυτά, το πρόγραμμα ήταν γεμάτο highlights. Για να γκρινιάξουμε και λίγο, ένα “Secret” ή “Wrath” θα το θυσιάζαμε για ένα “Dark Horse” ή “The Outcast”. Όπως και να ‘χει, οι The Ghost Inside ήταν κατεδαφιστικοί. Τα breakdowns βαρούσαν χωρίς έλεος, η συγκίνηση στα “Aftermath” και “Dear Youth” απερίγραπτη και το μεγάλο φινάλε ήρθε χωρίς πολλά λόγια, χωρίς encore, με το “Engine 45” να σφραγίζει τη βραδιά και τον κόσμο να τραγουδάει με ότι κουράγιο είχε απομείνει.
Το comeback των The Ghost Inside στην Ελλάδα ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε: εκρηκτικό, συναισθηματικό και ειλικρινές. Μια εμφάνιση που μας θύμισε γιατί τους αγαπάμε και γιατί το live τους είναι εμπειρία. Ελπίζουμε πραγματικά να μην χρειαστεί να περιμένουμε άλλα 12 χρόνια για την επόμενη φορά.
