Μετά απο 3 χρόνια και 2 ακυρώσεις επιτέλους ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για τους Fuzztones να επιστρέψουν στο Ελληνικό κοινό. Όσοι απο τους παρευρισκόμενους περίμεναν μιά αυθεντική rock n’ roll βραδιά σίγουρα θα πήραν κάτι περισσότερο…
Ανταπόκριση: Γιώργος Χούλλης / Φωτογραφίες: Αθηνά Παπαγιάννη (περισσότερες φωτογραφίες εδώ)
Το ξεκίνημα έγινε στις 22:00 με τους Titanics. Ενα instrumental (κατα 90%), που ήταν σωστή επιλογή, για opening act λόγω των surf/garage ρυθμών τους και των ψυχεδελικών πλήκτρων. Η μισή ώρα που τους δόθηκε δεν ήταν αρκετή για να μου δώσει μιά ολοκληρωμένη άποψη αλλά παρολα αυτά έκαναν ευχάριστη την αναμονή. Είναι πραγματικά μεγάλη υπόθεση να είσαι ντουέτο και ν’ακούγεσαι σαν κουαρτέτο, και άμα τη μπάντα σου τη λένε Big Nose Attack αυτό το καταφέρνεις για πλάκα.Η επίθεση της μεγάλη μύτης ξεκίνησε λίγο πρίν τις 23:00 εξαπολύοντας blues-rock πυρά απο το πρόσφατο “Paint It Blue” μαζί με διασκευές στα “Stop breaking down blues” του Robert Johnson και “Foxy Lady” του Jimi Hendrix. Είναι πολλές οι φορές που τους έχω δεί live αλλά αυτή ήταν αρκετή για να με κάνει να ελπίζω πως αυτή η μπάντα θα μας δώσει πολλά στο μέλλον. Το ρολόι έγραψε 12 όταν οι Fuzztones κατέλαβαν τη σκηνή του Gagarin δικαιώνοντας την υπομονή του φανατικού κοινού που τους περίμενε για περίπου 3 χρόνια. Ένας Rudi Protrudi που παρά τα παραπανίσια κιλά του έδειχνε ευδιάθετος και ομιλητικός, αφού σε κάθε παύση ανάμεσα στα κομμάτια διηγόταν διάφορες ιστορίες, όπως το μυστικό για τις κατακτήσεις του στο γυναικείο φύλο (“Be A Caveman”) καθώς και το γεγονός οτι δεν εισέπραξε φράγκο απο τις πωλήσεις του “Lysergic Emanations”. Στο μουσικό κομμάτι η μπάντα παρουσίασε ένα τίμιο 90-λεπτο περίπου setlist με περισσότερη έμφαση στα παλιότερα classics (“Ward 81”, “The Witch” και πάει λέγοντας) συγκριτικά με τη προηγούμενη φορά που έδωσαν περισσότερη βάση στα καινούργια.Τον Rudi συνόδευαν ένας τρελαμένος drummer, ένας πιο low profile μπασίστας καθώς και μιά κοπέλα ελληνικής καταγωγής που αντικαθιστούσε τη Lana Loveland. Στο encore η μπάντα τίμησε τους garage πατέρες Sonics με “Cinderella” και “Strychnine” και τo φινάλε βρήκε έναν ευδιάθετο Rudi στον πάγκο του merchandise να υπογράφει και να συνομιλεί με το κοινό.