Με ιδανικές φαινομενικά συνθήκες, ένα ήπιο ανοιξιάτικο Σαββατόβραδο, όταν έφτασα στην Death Disco δεν μπορώ να πω ότι δεν απογοητεύτηκα από την μηδαμινή προσέλευση του κόσμου. Έτσι, οι The WaterStriders βρέθηκαν στην αμήχανη θέση να πρέπει να ξεκινήσουν το σετ τους μπροστά σε άτομα που μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών (άντε, το πολύ και ποδιών). Δεν μπορώ να σκεφτώ πολλές πιο δυσχερείς, αν δεν μιλάμε για κατακλυσμιαίες, συνθήκες για να μπορέσει να αποδώσει μια μπάντα.
Ανταπόκριση: Σταύρος Γαρεδάκης / Φωτογραφίες: Δημήτρης Δαλακλής (πλήρες photo report εδώ)
Παρά το αναπόφευκτα αμήχανο ξεκίνημα, μέσα στα πρώτα ένα δύο το πολύ κομμάτια φάνηκε να ξεπαγώνει το αίμα στις φλέβες του κουαρτέτου, και κάτι με τη ζωηρότητα της μουσικής τους, κάτι που οι μελωδίες τους έχουν κάτι τόσο έντονα οικείο, κατάφεραν και κράτησαν τα πνεύματά μας (και τα δικά τους) ψηλά.

Είναι αυτή η οικειότητα των κομματιών των The WaterStriders, που νοιώθεις ότι γνωρίζεις τις μελωδίες από πάντα κι ας μην μπορείς να τις αναγάγεις σε συγκεκριμένη πηγή, που, όπως ένιωσα και ακούγοντας το ντεμπούτο άλμπουμ τους “My Name is Expectation”, αποτελεί δίκοπο μαχαίρι, γιατί μεν πατάνε όλα τα κουμπιά της νοσταλγίας και δημιουργούν ευχάριστη αίσθηση, αλλά από την άλλη τελικά δεν εντυπώνεται βαθιά κάποια μοναδική προσωπικότητα της μπάντας. Όπως και να ‘χει, νομίζω ότι όσοι βρεθήκαμε εκεί από νωρίς όχι απλά δεν το μετανιώσαμε, αλλά περάσαμε καλά.

Τους The Frank and Walters από την άλλη δεν τους γνώριζα καν πρωτού ανακοινωθεί η συναυλία, παρά το γεγονός πως η μουσική τους ανήκει σε είδος που είναι στις προτιμήσεις μου. Όσο περιμέναμε να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές εξοπλισμού στην σκηνή όμως έγινε εμφανές πως μάλλον αποτελούσα εξαίρεση, γιατί εκεί που ήμασταν τόσα λίγα άτομα, μέχρι να ξεκινήσουν οι επικεφαλής της βραδιάς, η Death Disco είχε γεμίσει πλήρως (αν δεν ήταν οριακά sold out, δεν μπορώ να φανταστώ που θα χωρούσαν περισσότεροι).

Από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι The Frank and Walters κατάλαβα για τα καλά γιατί έχουν μία τόσο μακρόχρονη κι επιτυχημένη πορεία. Ο τραγουδιστής και μπασίστας Paul Linehan ήταν επιβλητικότατη μορφή με αστείρευτη ενέργεια παρά το γκρίζο των μαλλιών του, ενώ στην ουσία ολόκληρη η μπάντα ήταν υποδειγματική όσο αφορά την εκτελεστική ικανότητά της και δεν γνωρίζω αν είχαν δικό τους τεχνικό ήχου ή ήταν ο resident του χώρου, πάντως ακούγονταν τόσο καλά που δεν είχαν οι εκτελέσεις τίποτα να ζηλέψουν από τις στουντιακές, με κερασάκι στην τούρτα την ενέργεια και την συμμετοχή του κοινού που πρέπει να γνώριζε τα κομμάτια από καρδιάς και συνόδευε τραγουδώντας στα περισσότερα ρεφραίν.
Κι επειδή αναφέρθηκα στην αστείρευτη ενέργεια, αφού ολοκληρώθηκε ο προγραμματισμένος χρόνος, μας χάρισαν ένα συνεχώς ανανεούμενο κατ’ απαίτηση του κοινού encore που εκτόξευσε την διάρκεια του σετ τους κοντά στις δύο ώρες, μέχρι που φύγαμε πλήρεις αφού είχαν περάσει πια τα μεσάνυχτα.
