Η πρώτη Παρασκευή του μήνα, με καλούσε στο An, έναν χώρο που αγαπάμε πολύ, γιατί εκεί μεγαλώσαμε. Άρπαξα την ευκαιρία λοιπόν -και μία καλή φίλη- και κατευθυνθήκαμε προς τη τρανή μουσική υπόγα.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Έλενα Θεοδωροπούλου (πλήρες photo report εδώ)
To opening act, αναλαμβάνει η Bipolia, ένα κορίτσι που μοιάζει με τη Salma Hayek και ακούγεται μεταξύ Alanis Morissette και Noga Erez, ενώ τσιμπάει στοιχεία και από τον σκοτεινό ήχο της σκηνής (τύπου Chelsea Wolfe). To laptop παρέχει τη βασική, ηχογραφημένη οδηγία της μουσικής της, όπου θα τοποθετηθεί εκφραστικά και κιθαριστικά. Έχει ένα γλυκό γρέζι στη φωνή, πατάει σωστά και με δυναμική, έχει attitude και ύφος. H διερεύνηση για προσωπικό ήχο, εντοπίζεται στα “Chambers” και “Filth” στα σίγουρα. Κοφτερά electro beats, synths και ρυθμικά ηλεκτρονικά τύμπανα, τέμνονται με τη μελωδία της κιθάρας και τους κυμματισμούς-πλάτυ της spοken εκφοράς. Το εγχείρημα που διάλεξε να βγάλει εις πέρας βέβαια, είναι πολύ απαιτητικό και η εμπειρία μου λέει πως η μοναχική καριέρα, εκτός από κότσια, γερά στομάχια και ταλέντο (τα οποία διαθέτει μάλλον), boost-άρει τρελά με καθετί έξτρα, π.χ. με τη φυσική συμμετοχή ενός ακόμη οργάνου ή ενός παίκτη, γιατί ακόμη και τα πιο δυνατά των δυνατών κομμάτια, που δεν χρειάζονται τίποτα και κανέναν άλλον-η-ο, σπανίζουν. Σαν tip προς επεξεργασία το λέω.

Εν συνεχεία, το σχήμα από τους λίγο-πολύ γηραιότερους στην πιάτσα, Electric Bulbs Of Death, αποτελούμενο κυρίως από το φάσμα της rock βρωμιάς, του rock n’ roll και του garage, με αυτό τους το συναπάντημα, νομίζω πως γέννησαν τη ψυχεδέλεια που αναζητούσαν. Ο Χρήστος Μπεκίρης, σαν νεότερος, έφερε την φρεσκάδα στην κιθάρα και την ηχώ των πλήκτρων, ο Χρήστος στα τύμπανα ξέρει καλά να δίνει ρυθμό, χρόνια τώρα. ‘Επειτα, η παικτική εμπειρία των υπολοίπων, δένει το σύνολο καθωσπρέπει. Η ευκολία στο δέσιμο τους και την εκτέλεση των κομματιών, είναι ευδιάκριτη. Μόνος κίνδυνος: ο εγκλωβισμός στα γούστα, τις επιρροές και τον ήχο που συνδέθηκε με τη νιότη. H γνώση θέλει θέληση και ορίζοντες ανοιχτούς και τα πάντα όλα, βασίζονται στην εξέλιξη. Είτε με stoner πειραματισμούς όπως το “Anytime”, είτε με παραμορφώσεις, εφέ, εμμονικά πατήματα “Long Rain”, η φάση πάει μπροστά. Ξεκάθαρα γνώστες, αδιαμφισβήτητα καλοί, ο κόσμος λοιπόν, ζητά το επιπλέον.

Οι The Callas πάλι, έχουν προ πολλού αρχίσει πειραματικά την πολύχρονη πορεία τους και γρήγορα ξεχώρισαν, ως μία artistic μπάντα, με συνθέσεις, προτάσεις και φέρσιμο προοδευτικό. Θέλω να πω πως, ο ιδεολογικός οραματισμός, πέρα από την επιτυχία της εκμάθησης και την καύλα και ανάγκη της δημιουργίας, θέλει την τέχνη πλανεύτρα, πειραματική, καινοτόμα. Nα προκαλεί ρήξεις. Να αντιδρά και να αμφισβητεί. Ξέρω πως το συγκεκριμένο άρθρο δεν παραπέμπει σε κλασικό μου report, μα ήταν ο πιο κοντινός τρόπος έκφρασης των συναισθημάτων, των σκέψεων και ερεθισμάτων που μάζεψα.

Σαν ύμνος λοιπόν ξεκινάει το set, “River. Drool. Ear. Rope”, σκοτεινός και καλπάζων. Rock steady, παραισθησιογόνο το “Άνδρας Γυναίκα”, ο Λάκης στο μπάσο μετατρέπει τη μονοτονία σε όνειρο, “Κάθε Φορά”, electric synths κατά την “Anatoli”, πολιτικά και εικαστικά, σχεδόν θρηνεί στο κυκλοθυμικό beat. Όσο η μία κιθάρα διαγράφει την πορεία, η άλλη ξεσαλώνει, τσιμπάει, παραμορφώνει, ψυχεδελειάζει. Επόμενα για αναφορά, σε συντονισμό με συχνότητες της Ηπείρου, “Η Κυριακή Πεθαίνει Πριν Να Ξημερώσει” και το αγαπησιάρικο “Τι Σκέφτεσαι”, που σε παρασέρνει να μερακλώσεις γιατί ‘μου λείπεις υπέροχα΄. To “Αm I Vertical?” κροτεί από άλλη διάσταση στη ζωντανή του εκτέλεση, γοργό και τραχύ.
Η “Μελανιά”, από τα αγαπημένα μου στα χρόνια, προβάλλει ένα γύφτικο, γεμάτο αμανέ παλμό, που punk αναστατώνει. Υπέροχο! Η Χρυσάνθη είναι εξαιρετική σε τύμπανα, γεμίζει συναίσθημα και με πείσμα παιχνιδίζει τους χτύπους, απαραίτητη και για τα συμπληρωματικά φωνητικά. “East Beat” ψυχότροπο, πιασάρικο και touching το “Παγκράτι, Βράδυ”. “Την Είδα Να Πέφτει”, με τα χορταστικά τριξίματα-τριψίματα των οργάνων τους στους ενισχυτές, σαν ιδανικό ξέσπασμα για το φινάλε.
