Ανταπόκριση: Γιώργος Δαλκίδης / Φωτογραφίες: Έλενα Θεοδωροπούλου (πλήρες photo report εδώ)
Ήταν 21:15, περίπου, όταν άκουσα τις πρώτες νότες των Αθηναίων Eden Demise και βρισκόμουν ακόμη στον προθάλαμο του καταστήματος, λόγω κωλυσιεργίας μου αλλά και λόγω της τεράστιας, για τα δεδομένα του live, προσέλευσης, που σχημάτιζε ουρά κατά μήκος του πεζοδρομίου.
Όπως και να έχει, το πενταμελές (πλέον) σχήμα φαίνεται καλοκουρδισμένο και αρκετά ψυχωμένο στο να ανοίξει την βραδιά. Σκοπός τους, όπως αναφέρει και ο τραγουδιστής τους, Γιάννης, είναι να προετοιμάσουν εμάς αλλά να προετοιμαστούν και οι ίδιοι για αυτό που θα επακολουθήσει με τις δύο επόμενες μπάντες. Έχοντας ένα νέο δίσκο στα σκαριά , με τίτλο “Acts of Defiance”, αν το έπιασα σωστά, μετά το περσινό EP (“The Great Injustice”) και σχεδόν 20 χρόνια ύπαρξης, το grooveάτο, μεταλλικό hardcore που παίζουν βρίσκει άνετα τον στόχο του.
Ούτε το τεχνικό ζήτημα που προκύπτει εν μέσω τραγουδιού λόγω καλωδίωσης δείχνει να τους πτοεί , καθώς ο frontman λέει ότι “θα συνεχίσουμε με μία κιθάρα για να σας κρατήσουμε ζεστούς”, προσθέτοντας, μάλιστα, και το κοινωνικό μήνυμα ότι ενώ ο κόσμος πηγαίνει εμφανώς κατά διαόλου, οφείλουμε να προσέχουμε να τον συνάνθρωπό μας ως σχεδία σωτηρίας σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς. Αφού ευχαριστούν τις διοργανώτριες εταιρείες η μπάντα αποχωρεί στις 21:45.
Περί τις 22:10 η θερμοκρασία κυριολεκτικά ανεβαίνει στο χώρο και κάνει το soundcheck των επερχόμενων Dying Wish να ακούγεται παρατεταμένο, αλλά ο υπογράφων έχει πιάσει μία ασφαλή θέση κατόπιν προτάσεως εκλεκτών παρευρισκομένων. Όταν πλέον ανεβαίνει το κουιντέτο στη σκηνή ο χώρος έχει γεμίσει σχεδόν ασφυκτικά και όλοι έχουν πάρει τις θέσεις τους. Η μπάντα από το Portland των Η.Π.Α. είναι κάτι μεταλίζον που , προφανώς, πατάει γερά και στις HxC ρίζες. H μπροστάρισα της μπάντας, Emma Boster, είναι ευχάριστη παρουσία, καθώς χαμογελάει καθ’ όλη την διάρκεια της εμφάνισης τους και είναι αρκετά επικοινωνιακή, πράγμα που κάνει φοβερή αντίθεση με τους τέσσερις ογκώδεις, μαλλιαρούς τύπους που την πλαισιώνουν, αρκούντως επιτυχημένα.
Αξιοσημείωτο είναι δε, ότι παρ’ όλη την βαρύτητα της μουσικής τους τα φανελάκια της μπάντας είναι άκρως ετερόκλητα, καθώς η ίδια η Boster φοράει ένα των AFI και ο μπασίστας , Jon Mackey, ένα των Glassjaw. Το μήνυμα της μπάντας περνάει μέσα από μεταλλικά riff και συνήθως τείνει στην ενότητα της (HxC) κοινότητας , ενώ η Boster παρακινεί το κοινό συχνά-πυκνά να τραγουδήσει μαζί της , εφόσον γνωρίζει τους στίχους, και να επιδοθεί στα ευγενή αθλήματα του circle pit και του stage diving, που αρχίζουν να προοικονομούν το τι θα ακολουθήσει. Το μόνο στενάχωρο είναι ότι η φωνή της Boster χάνεται στην μίξη, τουλάχιστον στο σημείο που κάθομαι εγώ, οπότε τα λοιπά μέλη της μπάντας την καλύπτουν σε αρκετά σημεία.
Στις 22:35 οι Dying Wish αποχωρούν ζητώντας να τα γαμήσουμε όλα με τους Terror. Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα στο επαναλαμβανόμενο τσεκάρισμα του μικροφώνου από τον Scott Vogel και την έναρξη του σετ των Καλιφορνέζων Terror στις 22:52 , πιάστηκα στον ύπνο, καθώς με το τελευταίο τσεκ, ο frontman είπε απλά καλησπέρα και άρχισε το χάος. Ειλικρινά, έχω καιρό να βιώσω κάτι τόσο διεκπεραιωτικό και βίαιο σαν live. Το κοινό, με παρότρυνση και του ίδιου του Vogel, δεν σταμάτησε να κάνει stage diving καθόλα τα 37-38 λεπτά της εμφάνισης τους και υπήρξαν στιγμές που, βλέποντας γνωστά πρόσωπα, σε όλο αυτό το κύμα ανθρωπίνων σωμάτων, είπα ότι κάποιος σκοτώθηκε κατά την πτώση.
Ανάμεσα στα διάφορα τσεκ του μικροφώνου, προφανώς λόγω μεγάλου ενδεχομένου να κοπεί κάποιο καλώδιο, από την συνεχόμενη βία επί της σκηνής και κάτω από αυτήν, το γκρουπ παρακινεί το κοινό να είναι πάντα κοντά στη σκηνή, να σηκώσει τα χέρια του ψηλά, να τραγουδήσει, να χορέψει, να πιει και να περάσει καλά με τους Terror. O Vogel λέει σε διάφορες στάσεις ότι χαίρεται που το κοινό γεμίζει με τόση ενέργεια το live τους και μάλιστα Δευτέρα βράδυ, πόσο μάλλον χωρίς φυλετικές διακρίσεις και χρώματα και ότι αυτό το live μας ανήκει. Το live έχει φτάσει σε σημείο, πλέον, να αναζητά το μικρόφωνο του Vogel, γιατί ο κόσμος επί σκηνής είναι σχεδόν όσος και αυτός κάτω από αυτήν και συγκεκριμένα όταν παίζουν το χαρακτηριστικό “Keepers of the Faith”.
Λυπήθηκα την υπόλοιπη μπάντα, που ακόμη και τώρα προσπαθώ να καταλάβω πως γίνεται να παίζει περιορισμένη σε τόσο μικρό κομμάτι της σκηνής. Εν τέλει ο Vogel δίνει προειδοποίηση στις 23:20 για λίγα κομμάτια ακόμη και στις 23:30 λήγουν το live αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια, αίμα, δάκρυα και ιδρώτα (άλλη μπάντα αυτή) και λίγο χώρο για να εισπνεύσουμε καθαρό αέρα. Και όπως είπε κάποιος φίλος, από τις ακτές της Καλιφόρνια ως τις ακτές του Πειραιά (μας κάνατε γυαλιά – καρφιά;).