Ο καλύτερος τρόπος να κλείσεις μια κουραστική εβδομάδα με τρέξιμο και άγχη είναι με μια μπύρα στο χέρι και με live μουσική. Κάποιες φορές ξέρεις τι πρόκειται να ακούσεις, άλλες φορές απλά αφήνεσαι στην μαγεία νέων ακουσμάτων, νέων ερεθισμάτων. Την εβδομάδα μου λοιπόν την έκλεισα υπό την μουσική υπόκρουση ενός περίεργου αλλά σίγουρα ενδιαφέροντος lineup. Τους Θεσσαλονικείς Citrus Blossom, τους Ιταλούς Mr.Bison και τους πλέον γνωστούς, σε όσους έχουν ακούσματα από την ελληνική rock underground, SuperSoul.
Ανταπόκριση: Δημήτρης Δανόπουλος / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης (περισσότερες εδώ)
Ώρα εννιά και κάτι, με κόσμο που μπορεί να μετρηθεί στην παλάμη ενάμιση χεριού και μέσα σε μια ατμόσφαιρα που περισσότερο sound check παρά live εμφάνιση θυμίζει, ανεβαίνουν στην σκηνή τρείς τύποι από την Θεσσαλονίκη. Είμαι επιφυλακτικός για το τι πρόκειται να ακούσω και ομολογώ, αρκετά ντροπιασμένος εκ των υστέρων, πως η χαμηλή προσέλευση εκείνη την στιγμή μου ενισχύει αυτή την δυσπιστία. Ξεκινούν το live με το “Something Beautiful”, ένα κομμάτι από την επερχόμενη δουλειά τους, ονόματι “Eyes Filled With Apathy”. Ξεκινώντας με ένα κλασικό μοτίβο rock riffing η πρώτη μου εντύπωση είναι ότι πρόκειται για μια ακόμη hard rock μπάντα. Και μετά αρχίζει η “παρέλαση των χρωμάτων”. Βλέπετε, οι Citrus Blossom είναι αυτό που παίρνει κανείς αν βάλει πάνω στην σκηνή έναν ροκά, έναν τζαζίστα και έναν φιουζιονά στα όργανα, μαζί με έναν τούρκο και έναν ηπειρώτη για φωνητικά, να τραγουδούν αντιμιλιταριστικούς στίχους. Και τα οκτώ κομμάτια που έπαιξαν ήταν όλα ένα πάντρεμα των παραπάνω, μια ανάμειξη φαινομενικά ανόμοιων, μεταξύ τους, στοιχείων, με μια τελική μουσική απόχρωση που τουλάχιστον εγώ δεν έχω ξανακούσει. Το groove της μπάντας είναι πολύ ιδιαίτερο, βαδίζει σε αλλόκοτα ρυθμικά μονοπάτια μακριά, ως επί το πλείστον, από τον συνήθη ρυθμό 4/4 της διαδεδομένης μουσικής. Πάνω σε αυτό το groove πατάει μια σφιχτοδεμένη αλληλεπίδραση μπάσου –κιθάρας , ένα μπάσο με πολύ ιδιαίτερο phrasing και παίξιμο, μερικές φορές θυμίζοντας μου Joe Dart από “Vulfpeck” και μια πολύ άρτια ροκ κιθάρα με jazzy overtones και lead σημεία που ανάγονται, στα αυτιά μου τουλάχιστον, σε πλήθος επιρροών (blues, jazz, rock, fusion κλπ). Κερασάκι στην τούρτα ήταν τα φωνητικά: Πέρα από το τεράστιο εύρος τους, η επιλογή του vocalist να κινηθεί σε μονοπάτια ηπειρώτικης-τουρκικής παραδοσιακής μουσικής δίνει ένα εντελώς πρωτοποριακό χρώμα στον ήχο της μπάντας, τον καθιστά πραγματικά ιδιαίτερο και, τολμώ να πω, αρκετά παρθενογεννημένο σαν ευρύτερο είδος. Η ώρα περνά και ο κόσμος έχει ήδη μαζευτεί και κοιτά έκπληκτος το ιδιαίτερο μουσικό δρώμενο που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του. Οι Citrus Blossom τελειώνουν το set τους μέσα σε επευφημίες του κοινού και έχοντας καταφέρει να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου πάνω τους, στο πρώτο τους live στην Αθήνα. Υπέροχο performance, υπέροχη μπάντα, να την θυμάστε γιατί σίγουρα θα μας απασχολήσουν στο μέλλον. Περιμένουμε το “Eyes Filled With Apathy” με ενθουσιασμό.
Οι Blossom κατεβαίνουν από τη σκηνή και μια διμοιρία από τεχνικούς ανεβαίνουν στη σκηνή για να συναρμολογήσουν τον ήχο των Mr.Bison. Όντας κιθαρίστας, μου αρέσει να παρατηρώ τον εξοπλισμό κάθε μπάντας ώστε να ξέρω σε τι είδους εφέ ή πετάλι οφείλεται κάθε φορά ο ήχος που ακούω. Και ειλικρινά ομολογώ πως τρόμαξα από τον εξοπλισμό του lead κιθαρίστα, που ενδεχομένως σε μέγεθος να ήταν μεγαλύτερος από το κρεβάτι μου. Αν το live ήταν διαγωνισμός gadget, οι Μr. Bison θα κέρδιζαν ασυζητητί. Όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ας είμαστε ακριβοδίκαιοι: Οι Ιταλοί στοουνεράδες είναι άρτιοι μουσικοί, επαγγελματίες σε αυτό που κάνουν (πράγμα που φαίνεται και από όσα ειπώθηκαν περί εξοπλισμού παραπάνω) και όντως το set τους είχε πολλά ενδιαφέροντα σημεία, από ψυχεδελικά μονοπάτια υπό το background αστρικών εικόνων από τον προβολέα, δυνατά riffs μέχρι και σημεία όπου τα drums δεξιοτεχνούσαν μόνα τους, δημιουργώντας intro κομματιών με έναν πολύ πρωτότυπο τρόπο. Παρόλα αυτά δεν μπορώ να πώ ότι έμεινα ικανοποιημένος από την εμφάνιση τους, ομολογουμένως γιατί δεν μπορώ να πω πως άκουσα κάτι που δεν έχω ξανακούσει σε μεγάλο βαθμό. Η φόρμουλα της stoner είναι τουλάχιστον για μένα υπερκορεσμένη στην μορφή της ως ένα μείγμα desert-psychedelic rock με μεγάλα instrumental. Είναι σίγουρα μια πολύ ενδιαφέρουσα και δυνατή πρόσμιξη, αλλά δυστυχώς στην σημερινή παγκόσμια σκηνή όποιος διατείνεται πως ακούει stoner είναι εν μέρει καταδικασμένος να ακούει κατά 80% τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Κάτι τέτοιο συνέβη και με τους Mr. Bison. Αν και η εμφάνιση τους από καθαρά μουσική άποψη ήταν αψεγάδιαστη, δεν μπόρεσα να διακρίνω κάτι που να ξεχωρίσει το συγκρότημα από όλα τα άλλα stoner συγκροτήματα που συρρέουν αυτή τη στιγμή σ όλον τον κόσμο. Κάποιος όμως θα μπορούσε να πει ότι αυτό είναι ένα καθαρά υποκειμενικό ζήτημα και πως πραγματικά, υπάρχει πάρα πολύς κόσμος που δεν συμμερίζεται την δικιά μου πλήξη για την μονοτονία της σημερινής stoner, πράγμα που φάνηκε και από όλους τους τυπάδες που χόρευαν και έκαναν headbanging κάτω από την σκηνή. Έχουν απόλυτο δίκιο. Και αυτό με οδηγεί στην κύρια πηγή ανικανοποίησης μου από την εμφάνιση τους. Παρότι όπως είπα προηγουμένως το παίξιμο τους ήταν αψεγάδιαστο, η σκηνική τους παρουσία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Απευθύνθηκαν μια φορά όλη και όλη στο κοινό, δεν είπαν ποτέ (τουλάχιστον δεν το άκουσα εγώ) το όνομα κανενός κομματιού και οι δύο κιθαρίστες, ειδικά ο lead τραγουδιστής, ήταν απομονωμένοι στα όργανα τους, λες και αγνοούσαν ότι υπήρχε κόσμος από κάτω (με εξαίρεση ορισμένα σημεία όπου ο lead κιθαρίστας ερχόταν στην άκρη της σκηνής για να παίξει κοντά στον κόσμο). Αυτό είναι τεράστιο λάθος για μια μπάντα που παίζει δυνατά: Όταν η ίδια σου η μουσική υπαγορεύει στον ακροατή να χορέψει, να σπρώξει, να ουρλιάξει, είναι τελείως ασύμβατο να κάθεσαι και να τον κοιτάς σαν παγοκολόνα. Αν θες να κάνεις τον κόσμο να κουνηθεί, δεν μπορείς να κάθεσαι ακίνητος. Σίγουρα θα βρεθούν πολλοί που θα διαφωνήσουν ριζικά μαζί μου, και αυτό είναι εντελώς φυσικό και αναγκαίο. Η μουσική και η τέχνη είναι εν τέλει καθαρά υποκειμενική υπόθεση. Ίσως οι Ιταλοί να μην ξέρουν καλά αγγλικά, αλλά και πάλι αυτό δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία για το παγωμένο interaction με το κοινό. Για τον γράφοντα το άρθρο επομένως, οι Mr. Bison, αν και δυνατοί παίκτες στο είδος τους, δεν κατάφεραν να του δημιουργήσουν την περιέργεια να τους ψάξει περαιτέρω. Παροτρύνει όμως όλους τους αναγνώστες να το κάνουν και χωρίς προκαταλήψεις από το παρόν κείμενο να διαμορφώσουν την δικιά τους άποψη για τους Ιταλούς.
Το καλύτερο για το τέλος λένε. Συνεπαρμένος από το νdebut album τους, “Faith Bender” είχα πάντοτε καημό που δεν είχα καταφέρει μέχρι τότε να τους δω live. Οι SuperSoul είναι ένα από τα αγαπημένα μου εγχώρια συγκροτήματα και ο ενθουσιασμός μου για την εμφάνιση τους είναι μεγάλος. Τα φώτα σβήνουν και ανεβαίνουν στο stage οι τρεις παιχταράδες. Και οι τρεις τους και γαμώ τα τυπάκια, αλλά για μένα ο Rami Winston (vocals, guitar) είναι μια από τις πιο επιβλητικές φιγούρες frontman που έχω δει στην ελληνική σκηνή. Έχει έναν αέρα νικητή. Δεν είναι αλαζόνας, αλλά κατά βάθος ξέρει ότι το κοινό είναι για εκείνον κάτι τόσο εύκαμπτο όσο ένα κομμάτι πλαστελίνη στην παλάμη του. Ακόμα και όταν ο ήχος της κιθάρας του θα εμφανίσει πρόβλημα με αποτέλεσμα να μην ακούγεται καλά στην αρχή του set, εκείνος το παίρνει τελείως χαλαρά και συνεχίζει να παίζει. Ορισμένες φορές το κοινό είναι σαν ένα μικρό παιδί. Θα πανικοβληθεί όταν εσύ του δείξεις ότι υπάρχει κάτι άξιο πανικού. Όσο συνεχίζεις να παίζεις σαν να μην τρέχει τίποτα, εκείνο δεν θα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Δεν είχε άλλωστε λόγο να φοβάται. Είχε δίπλα του το τρομακτικά βρώμικο μπάσο του ορέστη, ένα μπάσο που θα έκανε ακόμα και τον Mike Κerr των Royal Βlood να νιώθει ότι απειλείται. Παίζουν πάρα πολλές από τις επιτυχίες του δίσκου τους όπως “Mind Me When I’m Gone”, “Manipulator”, “Gold” και “Sea of Tears” πάνω από ένα κοινό που βράζει. Ο Rami ριφφάρει και ρίχνει σολιές στα γόνατα, αργότερα τελείως πεσμένος στο πάτωμα, ο Ορέστης τρέχει σαν μανιακός πάνω κάτω, εντελώς συνεπαρμένος από την ένταση, o Evan γκρουβάρει στα drums με ένα ύφος στο πρόσωπο του, λες και είναι και αυτός ναρκωμένος από την μουσική.
Δεν υπάρχουν πολλά να πεις γι αυτή την μπάντα. Είναι επαγγελματίες, είναι τρυπάνια, είναι χαβαλέδες και έχουν πάρα πολύ δεμένο παίξιμο. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον και μέσα από αυτό βγαίνει ένας ήχος που έχει τα καλά στοιχεία της ελληνικής rock σκηνής χωρίς να ταυτίζεται ολοκληρωτικά με τον ήχο της. Υπάρχει μια άλλου είδους φινέτσα στον πυρήνα τους, μια εναρμόνιση hard rock/rock n’ roll έντασης πάνω σε ένα bluesy-alternative rock οικοδόμημα. Μαζί με τα κομμάτια από το “Faith Bender” οι SuperSoul παίζουν και δυο καινούρια τους, ένα στο κανονικό σετ και ένα στο encore, που δείχνουν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για το μέλλον. Το live φθάνει στο τέλος του με το έπος που λέγεται “Black Horse”. Η πρώτη μου επαφή με live των SuperSoul με αφήνει απόλυτα ικανοποιημένο. Οι τύποι είναι ακριβώς αυτό που ακούει κανείς στον δίσκο και πολλά παραπάνω. Και θα ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά όσο περνά ο καιρός. Το γνωρίζουν και αυτή είναι η φιλοσοφία τους. Όπως λένε και οι ίδιοι: “Ride on ride on, move until you can’t move on, further than you can go on, ride to the top of the world!”
Το live ήταν, πάνω από όλα, μια επίδειξη επαγγελματισμού. Και οι τρεις μπάντες ανταπεξήλθαν πλήρως στις μουσικές προσδοκίες τους, χαρίζοντας μας ένα πολύ δυνατό show. Νιώθω πολύ ικανοποιημένος που κατάφερα να δώ επιτέλους τους SuperSoul live και να περάσω τόσο καλά με την εμφάνιση τους. Παράλληλα, οι Citrus Blossom είναι μια μπάντα που ανυπομονώ να ακούσω περισσότερο και μία που σας συνιστώ να ψάξετε από μόνοι σας. Τα παιδιά το τερματίζουν, σε κάθε τομέα. Όσο για τους Mr. Bison, ανεξαρτήτως του τι είχα εγώ να πω για εκείνους, είναι προφανές πως είναι μια πολύ καλή μπάντα στο είδος της και μία που οι λάτρεις της stoner θα βρουν σίγουρα πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Μέχρι το επόμενο live, ride on, ride on!
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΕΔΩ