Μου φαίνεται σχεδόν αδιανότητο να καταφέρω να περιγράψω σε κάποιον αυτό που κάνουν οι Sunn O))) όλα αυτά τα χρόνια εάν μου ζητηθεί. Και ακόμα πιο δύσκολα κατανοώ πώς γίνεται αυτό το συγκρότημα να είναι πλέον τόσο αναγνωρισμένο από ένα τεράστιο εύρος ανθρώπων διαφορετικών ακουσμάτων μιας και βρίσκεται στα πλαίσια ενός χώρου/είδους μουσικής που – κακά τα ψέματα – δεν το λες και δημοφιλές… Η μουσική του drone σχήματος που έχει δημιουργηθεί από τα δύο βασικά του μέλη, τον Greg Anderson και Stephen O’Malley αλλά φιλοξενεί μεταξύ αυτών και άλλους καταξιωμένους στο χώρο μουσικούς, μπορεί να είναι απλή σε δομή αλλά καθόλου εύκολο άκουσμα για τους μη εξοικειωμένους με τη λογική αυτή. Μακρόσυρτα drone από υπερβολικό distortion στις κιθάρες, sludge στοιχεία σε μελωδίες που βασίζονται κυρίως στο feedback του υποβλητικού τοίχους από ενισχυτές που διαθέτουν και αποτελεί ίσως το βασικότερο στοιχείο για την υπέρτατη βιωματική μουσική εμπειρία που έχει όποιος τους βλέπει live. Οι Sunn O))) πάντοτε ήταν πειραματικοί και με εσωτερικές (θρησκευτικές αν θέλετε) ανησυχίες. Από τις πρώτες κλασσικές drone δουλειές τους μέχρι να μας χαρίσουν αυτούς τους κολοσσιαίους δίσκους “White1”, “White2” και “Black One” και τις τελευταίες δύο κυκλοφορίες τους που αποτελούν συνεργασίες με τεράστιες φυσιογνωμίες της μουσικής όπως ο Scott Walker και οι Ulver, έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μια φυσιογνωμία που κινείται μόνη της στο χώρο της συγκεκριμένης μουσικής χωρίς τίποτα άλλο να καταφέρνει να την πλησιάσει ή να της μοιάσει. Την περασμένη Παρασκευή, οι Sunn O))) μας χάρησαν μια ακόμα full-length κυκλοφορία (που δεν αποτελεί συνεργασία) μετά από 6 χρόνια (“Monoliths & Dimensions”, 2009).
Πρόκειται για ένα περίπου μισάωρο album, η σύσταση του οποίου αποτελείται από 3 μόλις κομμάτια (ασυνήθιστη διάρκεια album για τους ίδιους). Το όνομά του “Kannon” (στα Ιαπωνικά) καθώς και το γλυπτό που κοσμεί το εξώφυλλό του είναι εμπνευσμένα από τη Βουδιστική θεότητα Guanyin Bodhisattva και εκφράζει τις εσωτερικές ανησυχίες και υπαρξιακές αναζητήσεις που ξεδιπλώνουν στη μουσική τους. To όνομα “Kannon” μεταφράζεται ως “Αυτός που αντιλαμβάνεται τους ήχους του κόσμου”. Το όνομα του δίσκου αποδίδει ακριβώς αυτή την πρόθεση των Sunn O))) να δημιουργήσουν ένα album στο οποίο παραθέτουν ένα σύνολο από όλα τα αναγνωρισμένα από την ανθρωπότητα στοιχεία ήχου, δημιουργώντας ένα χαοτικό σύνολο, με την ίδια λογική που συνδυάζεις όλα τα χρώματα μιας παλέττας και καταλήγεις να παίρνεις μαύρο χρώμα. Για ακόμα μια φορά τα κιθαριστικά riff και τοι γραμμές του μπάσου σημιουργούν ένα μονολιθικό αποτέλεσμα, όμως η συνολική προσέγγιση του album γίνεται με διαφορετικό τρόπο από προηγούμενες κυκλοφορίες, μιας και αυτό εξυπηρετεί μυστηκιστικό, τελευτουργικό σκοπό. Ωστόσο, το album μπορεί να θεωρηθεί επαναλαμβανόμενο, ενώ οι συνθέσεις δεν έχουν το ενδιαφέρον που είχαν σε προηγούμενες κυκλοφορίες, όπως για παράδειγμα στο “Black One”.
Το εναρκτήριο κομμάτι “Kannon I”, ξεκινάει με έναν ασυνήθιστα ήπιο χαρακτήρα να σε εισάγει στην drone/doom φιλοσοφία της μπάντας που περιλαμβάνει τα κλασικά συστατικά στοιχεία που ξέρουμε ως τώρα. Μακρόσυρτα riff που “χτίζουν” μια αρμονική ατμόσφαιρα στην οποία συμβάλλει και το synthesizer, το χαρακτηριστικό throat singing του Attila στην προσπάθειά του να αρθρώσει δυσνόητες λέξεις και σκοτεινά στοιχεία ήχου που δημιουγούν το αίσθημα της απειλής. Η ροή του δίσκου διακόπτεται για λίγο πριν μπει το δεύτερο κομμάτι, Kannon II”, που ήδη από τις πρώτες νότες αντηχεί εμφανέστατα πιο σκοτεινό και τελετουργικό. Εδώ, τα φωνητικά του Attila θυμίζουν ψαλμωδία θηβετιανού μοναχού σε κάποια ιεροτελεστία. Απόκοσμη αίσθηση εσωτερικής αναζήτησης και γαλήνης που σκεπάζεται από το μαύρο πέπλο που δημιουργούν τα drones, σε κάνουν να αισθάνεσαι σχεδόν κατάνυξη. Το επόμενο και τελευταίο κομμάτι, το “Kannon III”, αποτελεί το πιο ενδιαφέρον σημείο στο δίσκο για μένα. Με κάποιον ακατανόητο τρόπο, οι Sunn O))) σε αυτό το album και ειδικότερα σε αυτό το τραγούδι, έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μια βαριά καταστροφική και ταυτόχρονα ελπιδοφόρα ατμόσφαιρα και ένα αίσθημα εσωτερικής ανάπλασης και ισορροπίας που δεν μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς στο δημιουργεί. Εδώ τα φωνητικά του Attila είναι μοναδικά, σέρνονται ανάμεσα από τα drones και τα feedback και σε σημεία μεταμορφώνονται σε ανατριχιαστικές κραυγές που σπέρνουν την αγωνία.
Εν κατακλείδι, το album αυτό μπορεί να έχει έναν εμφανώς πιο προσωπικό και εσωτερικό χαρακτήρα για την μπάντα, όμως είναι ίσως περισσότερο κατάλληλο για διαλογισμό παρά για μια τιμητική θέση ανάμεσα στα αριστουργήματα που βρίσκονται στη δισκογραφία τους έως τώρα. Δεν πρόκειται για ένα κακό album, απλώς η δομή του και η δυναμική του απέχουν πολύ από αντίστοιχες δουλειές του παρελθόντος και το ίδιο μοιάζει σαν βεβιασμένη εναπόθεση πρώτων ιδεών που θα συνέθεταν ενδεχομένως έναν καλό δίσκο, φαίνεται όμως πως δεν αποτελούν από μόνα τους κάτι ολοκληρωμένο. Ίσως θα έπρεπε ο O’Malley και ο Anderson να πειραματιστούν σε λίγο διαφορετικά μονοπάτια, μιας και οι τελευταίες δουλειές τους αφήνουν δειλά να εννοηθεί ότι η δημιουργικότητά τους μπορεί και να στερεύει τελικά…