Υπάρχει άραγε θέση για έναν βιρτουόζο οποιουδήποτε οργάνου στο μουσικό στερέωμα του 2023; Πώς μπορεί ένας κιθαρίστας να αντλεί το ενδιαφέρον ακροατών με attention span μερικών λεπτών; Πώς μπορεί ένας μουσικός με 40 χρόνια καριέρας να ανακαλύπτει και να δημιουργεί τον εκφραστικό του εαυτό ξανά και ξανά;
Ρίχνοντας έστω και μία επιγραμματική ματιά στη ζωή και το έργο του Steven Siro Vai οι απαντήσεις έρχονται εύκολα, καθώς η πορεία του βημάτιζε πάντα από κορυφή σε κορυφή. Από τα μαθήματα κιθάρας με τον Joe Satriani σε ηλικία μόλις 13 ετών φτάνει να αναλαμβάνει το αδιανόητο έργο της μεταγραφής σε νότες των συνθέσεων του τεράστιου Frank Zappa, ενώ στη συνέχεια γίνεται και μέλος της μπάντας του.
Επειδή όμως καμία μπάντα ποτέ δεν τον χώρεσε (τις χρησιμοποιούσε πάντα για να επεκτείνει τη δημιουργική του παλέτα) η προσωπική του καριέρα ξεκινά το 1984 με το πρώτο του solo album «Flex-Able», μία μουσική δημιουργία επηρεασμένη φυσικά από το τρελό jazz-fusion-progressive rock του Zappa στην οποία επιδεικνύει την τεχνική του αρτιότητα αλλά και την μόνιμη άρνηση του να μπει σε καθεστηκυίες μουσικές φόρμες. Το 1986 λαμβάνει και mainstream αναγνώριση, με τη συμμετοχή του στην ταινία Crossroads, στην οποία ερμηνεύει τον κιθαρίστα του διαβόλου σε σολιστική μονομαχία ενάντια στο διαχρονικό φλώρο Ralph Macchio, ηχογραφώντας και τα δύο αντιμαχόμενα solos.
Η ικανότητά του να συνδυάζει στην εντέλεια όλες τις δημοφιλείς κιθαριστικές τεχνικές της εποχής τον κάνει περιζήτητο στα τότε μουσικά σχήματα. Έτσι κάνει το ένα πέρασμα από τους Alcatrazz στη θέση του Yngwie Malmsteen, ενώ καταλήγει στην προσωπική μπάντα του David Lee Roth, που δημιουργήθηκε μετά την αποχώρησή του από τους Van Halen. Παράλληλα με την εκτελεστική του καριέρα, ξεκινά και τη συνεργασία του με την εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών κιθαρών Ibanez, με την οποία προχωρά στη υλοποίηση καινοτόμων ιδεών πάνω στη εξέλιξη του οργάνου. Πολλές από αυτές καθιερώθηκαν ως στάνταρ, στη συνέχεια, στον ηλεκτρικό ήχο, όπως η προσθήκη της έβδομης χορδής.
Τα 90’s των βρίσκουν στην κορυφή του κόσμου, καθώς ηχογραφεί το κλασσικό «Slip of the Tongue» με τους Whitesnake, αλλάζει τον ήχο τους και φέρνει 3 εκατομμύρια πωλήσεις. Στο καπάκι κυκλοφορεί το, κατά πολλούς, καλύτερό του album «Passion and Warfare» που κάνει 1,5 εκατομμύριο πωλήσεις και περιέχει τον ύμνο «For the Love of God». Συνεχίζει, δε, με μία συνεργασία με τη θεότρελη μουσική ιδιοφυία του Devin Townsend στο «Sex and Religion», μια αποτυχημένη απόπειρα συνεργασίας με τον Ozzy Osbourne σε μία πρώιμη μορφή του Ozzmosis, και την ηχογράφηση του καταπληκτικού EP «Alien Love Secrets» το 1985. Κάντε μία χάρη στον εαυτό σας και βάλτε τώρα να παίξει το «Tender Surrender». Η συμμετοχή στην all star περιοδεία G3 μαζί με τους Joe Satriani και Eric Johnson ήταν μονόδρομος.
Νέα χιλιετία και μετά από 4 ακόμα studio κυκλοφορίες, 2 (από τα 3 συνολικά) βραβεία Grammy, ένα βραβείο Guinness για το μεγαλύτερο διαδικτυακό μάθημα κιθάρας αλλά και πολλές ευρεσιτεχνίες, καταλήγουμε στο εξαιρετικό «Inviolate» (2022) και τη δημιουργία του οργάνου-τέρατος Hydra, φωτογραφίες του οποίου αξίζει να αναζητήσετε.
Είμαστε τυχεροί να ζούμε στην ίδια εποχή και να μπορούμε να απολαύσουμε ζωντανά καλλιτέχνες του επιπέδου του Steve Vai. Πρόκειται για έναν μουσικό με μυστικιστική – ερωτική σχέση με την κιθάρα, ένα όργανο το οποίο κατάφερε να τιθασεύσει, να εξελίξει, και στη συνέχεια να μετατρέψει σε δημιουργική και εκφραστική επέκταση του εαυτού του. Μάρτυρες λοιπόν αυτής της μαγικής υπέρβασης θα γίνουμε στις 22 Απριλίου στο Fuzz Club.