Μπορεί να είναι τολμηρός ισχυρισμός, αλλά πιστεύω πως οι Δουβλινέζοι Sprints κυκλοφόρησαν το καλύτερο μέχρι στιγμής για την δεκαετία που διανύουμε punk ντεμπούτο, όπως είχαν αντίστοιχα πράξει την προηγούμενη δεκαετία με τα “Silence Yourself” και “Nothing Feels Natural” για την post-punk και punk αντίστοιχα κατά την προηγούμενη οι Savages κι οι Priests. Κοινό χαρακτηριστικό η χαρισματική γυναικεία ηγετική παρουσία, με την Karla Chubb κατά μια έννοια να ακολουθεί στα βήματα των punk αρχιερειών Jenny Beth και Katie Alice Greer.
Το “Letter To Self”, γεμάτο σκοτεινά κι επιθετικά, αναβλύζοντα ενέργεια και συναισθηματικά φορτισμένα κομμάτια, σε συνδυασμό με τις δυναμικές επί σκηνής εμφανίσεις τους, που είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε προσφάτως σε καλοκαιρινό Αθηναϊκό φεστιβάλ, δεν άργησαν να αναδείξουν τους Sprints σε ένα από τα πιο υποσχόμενα ονόματα της εποχής μας. Κι αυτό είχε αυξήσει κατακόρυφα τις προσδοκίες για το “δύσκολο”, όπως συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται, δεύτερο άλμπουμ.
Παρακινημένοι από την αναπάντεχη ανταπόκριση κοινού, μουσικού τύπου και θεσμών, και παρά το γεγονός ότι το κοντέρ τους έγραψε πανω από 100 ζωντανές εμφανίσεις σε Ευρώπη και Βόρειο Αμερική μεσα σε ένα χρόνο, σε δημιουργικό οργασμό ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν το “All That Is Over” πριν παρέλθει καν ενάμισης χρόνος από τον προκάτοχό του.
Κύριο συστατικό της επιτυχίας του “Letter To Self”, πέρα από το πηγαίο πάθος και την αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία η Chubb αντιμετώπιζε ζητήματα γύρω από την ταυτότητα και την ψυχική υγεία, ήταν ο ευρηματικός τρόπος που μέσα στα περιορισμένα χρονικά πλαίσια ενός κομματιού η τεταμένη ατμόσφαιρα, μέσω της επανάληψης, σταδιακά εντεινόταν για να ξεσπάσει σε – τόσο θορυβώδεις όσο και πιασιάρικες – λυτρωτικές εξάρσεις.
Δεν ξέρω αν κάποια ανάγκη να μην τυποποιηθούν οδήγησε στις επιλογές που έκαναν στο “All That Is Over”, όπως ο ήχος τους, που δεν υπολειπόταν σε ένταση, να είναι τραχύτερος, με αποτέλεσμα τα δυναμικότερα – κι απλοϊκότερα – κομμάτια “Need” και “Pieces” να ακούγονται εν τέλει πολύ μονολιθικά. Ή να ανοίγει το άλμπουμ με το βραδείας καύσεως “Abandon” ακολουθούμενο από το “To The Bone”, με την πολύ καθυστερημένη για να είναι επαρκής η ανταπόδοση, έπειτα από τόσο εκτεταμένη σε διάρκεια εισαγωγή, έξαρση του δεύτερου. Αναπάντεχα ήταν και τόσο αναπτερωτικά σε διάθεση, όπως τα “Beg” και “Come Alive”, ή και με πιο pop προδιάθεση, σαν το μειλίχιο “Better”, τραγούδια.
Τις καλύτερες στιγμές στη νέα δουλειά των Δουβλινέζων όμως συναντάμε όσο τελικά ακολουθούν μέχρι ενός βαθμού την γνώριμη φόρμουλά τους, είτε στο “Somerthing’s Gonna Happen”, που μοιάζει με επαναδουλεμένη μετά την συνάντηση με τους Idles επί σκηνής, εκδοχή του “Heavy” από το πρώτο άλμπουμ, είτε στο μακροσκελές ψυχεδελικό spaghetti gothic αποχαιρετιστήριο “Desire”. Στο “All That Is Over” οι Sprints έδειξαν πως δεν είχαν διάθεση να επαναπαυτούν στις δάφνες τους και επιχείρησαν, άλλοτε επιτυχημένα κι άλλοτε μάλλον αμφισβητήσιμα, να διευρύνουν τον ήχο τους, έτσι όμως θυσιάστηκε ως ένα βαθμό η συνοχή που είχε το τόσο ουσιαστικό από αρχής μέχρι τέλους “Letter To Self”.
Ούτε οι δύο άλλες προαναφερθείσες μπάντες είχαν καταφέρει – με διόλου ευκαταφρόνητα δεύτερα άλμπουμ – να αγγίξουν το ντεμπoύτο τους και τελικά οι ηγέτιδές τους ακολούθησαν σόλο πορεία, αλλά ελπίζω με τη φόρα που έχουν πάρει οι Sprints να συνεχίσουν ακάθεκτοι καθώς έχουν πολλά ακόμη να μας δώσουν.
