Πρέπει σαν οπαδοί του σκληρού ήχου να αισθανόμαστε ευγνώμονες απέναντι στους Βούλγαρους γείτονές μας, καθώς τα φεστιβάλ που διοργανώνουν έχουν κάνει οικονομικά βιώσιμο τον ερχομό στη χώρα μας σημαντικών σχημάτων, όπως το progressive metal supergroup των Sons of Apollo. Τόσο, βέβαια, η καθημερινή και δη Δευτέρα, όσο και το τσιμπημένο εισιτήριο δε βοήθησαν σε αθρόα προσέλευση του κοινού.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης (περισσότερες εδώ)
Πριν περιγράψω το τι είδαμε και ακούσαμε το βράδυ της Δευτέρας, λοιπόν, πρέπει να αναφέρω δύο σημεία γκρίνιας από μέρους μου. Το πρώτο και σημαντικότερο αφορά στην ποιότητα του ήχου, η οποία ήταν κάκιστη, τόσο στη διάρκεια του set των Parthian Shot, όσο και τουλάχιστον μέχρι τη μέση της εμφάνισης των Sons of Apollo, χωρίς ποτέ να ξεπεράσει το επίπεδο της απλώς ανεκτής. Το δεύτερο, και μικρότερης σαφώς σημασίας έχει να κάνει με το setlist των headliners. Το ντεμπούτο τους “Psychotic Symphony” είναι συμπαθέστατο και, σε σημεία, πραγματικά αξιόλογο, ιδιαίτερα για supergroup. Δεν είναι όμως και το “Dark Side of the Moon”, ώστε να πρέπει να το ακούσουμε ολόκληρο live. Θα μπορούσε η εμφάνιση να διανθιστεί με περισσότερες διασκευές (έπαιξαν αρκετές ενδιαφέρουσες στη Βουλγαρία), είτε με τραγούδια από τα πολλά σχήματα, στα οποία έχουν συμμετάσχει τα μέλη τους.
Τη βραδιά άνοιξαν οι Parthian Shot με το ιδιαίτερο progressive metal τους σε μία από τις σπάνιες εμφανίσεις τους. Πολύ καλά προβαρισμένοι και δεμένοι ξεκίνησαν με αυτοπεποίθηση ιδιαίτερα εκτιμητέα, αν σκεφτεί κανείς για ποιους μουσικούς άνοιγαν. Ακούσαμε υλικό τόσο από το ντεμπούτο EP τους, όσο και από το επερχόμενο album τους, του οποίου, όπως μας είπαν, μόλις ολοκληρώθηκε το mastering. Άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις σε όλους και, αν θα έπρεπε να κάνουμε μία παρατήρηση, πρέπει να δουλέψουν περισσότερο τα χορωδιακά φωνητικά, τα οποία δε λειτούργησαν πολύ καλά στο live και τα brutal vocals που, κατά τη γνώμη μου, δεν κολλάνε πολύ στο υλικό τους.
Οι γιοί του θεού του Ήλιου και της μουσικής είναι πέντε κορυφαίοι εκτελεστές και φοβερές περσόνες και εν δυνάμει πρωταγωνιστές, καθώς ο καθένας παρουσιάζει το δικό του show. Ξεκινώντας από τον frontman Jeff Scott Sotto (Yngwie Malmsteen, Trans-Siberian Orchestra, Axel Rudi Pell) πρέπει να πούμε ότι τύπος είναι μία δύναμη της φύσης. Ξεδίπλωσε όλες τις φωνητικές του δυνατότητες, ενώ παράλληλα δεν σταματούσε να χτυπιέται, να χορεύει και να κάνει διάφορες ποζεριές. Μετά, δε, το μισό της συναυλίας, αφού έφτιαξαν και κάποια προβλήματα με τα monitors του (αμαν!) έπιασε κορυφαία απόδοση. Ως highlights της εμφάνισής του, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη διπλή διασκευή σε Queen με τα “ The Prophet’s Song / Save Me”, την καταπληκτική απόδοση του “Lines in the Sand” των Dream Theater, αλλά και το κατέβασμά του από τη σκηνή και το τραγούδι μέσα στο κοινό στο “And the Cradle Will Rock…” των Van Halen.
O Ron “Bumblefoot” Thal (Guns N’ Roses, Art of Anarchy) μας έκανε να τρίβουμε τα μάτια μας με την απόδοση, για πλάκα, του υλικού της μπάντας, όσο και των διασκευών στο ανώτερο, άταστο (!) μπράτσο της διπλής κιθάρας του, η οποία φωτιζόταν με led ανάλογα με την περίσταση. Παράλληλα τραγουδούσε άψογα δεύτερα και πρώτα (!!) φωνητικά, έκανε ασταμάτητο headbanging, αλλά και έπαιξε την κιθάρα του οριζόντια με τον Soto να κάνει το “τραπεζάκι”. Highlights της εμφάνισής του, η φοβερή διασκευή στο θέμα του «Ροζ Πάνθηρα» του Henry Mancini αλλά και το προσωπικό του solo στο encore.
Τι μπορούμε να πούμε για τον θεό του μπάσου Billy Sheehan (Mr. Big, The Winery Dogs, David Lee Roth) που να μην έχει ειπωθεί; Ο άνθρωπος έκανε το διπλό του μπάσο κόμπο καθώς, πέρα από τον στιβαρό βηματισμό που έδινε στην μπάντα, σόλαρε δίχως σταματημό με two hands tapping σε όλη την ταστιέρα του, ενώ παράλληλα αλληλεπιδρούσε διαρκώς με το κοινό και τους συμπαίχτες του. Όπως είπε και ο Soto “μη δοκιμάσετε να παίξετε air –bass guitar” γιατί θα τραυματιστείτε. Highlights της εμφάνισής του, το φοβερό του solo και η απόδοσή του στα κομμάτια των Theater, αλλά και στο “Opus Maximus”.
O Derek Sherinian (Dream Theater, Black Country Communion, Alice Cooper, Yngwie Malmsteen) είχε την τιμητική του λόγω ελληνικής καταγωγής, την οποία δεν έπαψε να μας θυμίζει ο Soto. Όλη του η εμφάνιση ήταν ένα highlight, καθώς εναλλασσόταν μεταξύ ambient ηχοτοπιών, ορχηστρικών σχημάτων, αλλά και κιθαριστικού ήχου (!), όπως στην απόδοση του riff του “Iron Man”. Δεν παρέλειψε δε να επιδείξει τις ικανότητές του, καθώς πέρασε από την πίσω πλευρά των πλήκτρων του, καθώς συνέχιζε να σολάρει ασταμάτητα.
Last…but not least, η κινητήρια δύναμη της μπάντας, ο Mike Portnoy (Dream Theater, The Winery Dogs, Transatlantic, Avenged Sevenfold και άπειροι άλλοι) φάνηκε πολύ χαμηλότερου προφίλ από ό,τι περίμενα. Ίσως να ευθύνεται το σοβαρό πρόβλημα που είχε με το δόντι του, αλλά αρκέστηκε σε ελάχιστες συνομιλίες με το κοινό στις οποίες φάνηκε ιδιαίτερα εγκάρδιος. Περιττό να αναφέρουμε ότι, με το υλικό που είχε να αποδώσει, έκανε περίπατο στο τεράστιο drum kit του, μη χάνοντας ούτε μισό beat, ενώ παράλληλα κάνοντας το δικό του show με γκριμάτσες και χειρονομίες, αλλά τραγουδώντας και δεύτερα φωνητικά.
Στο τέλος του show και μετά από επιτυχημένα sing-along τα οποία κατέπληξαν τον Soto όλοι έφυγαν ικανοποιημένοι, παρά τις τεχνικές δυσκολίες. Ελπίζουμε να τους ξαναδούμε στα μέρη μας με περισσότερο υλικό στις αποσκευές τους.