Πριν από 30 χρόνια και κάτι ψιλά, στις 29 Ιουνίου 1992, οι Blind Guardian κυκλοφορούν το album που έμελλε να αλλάξει όλο το status της μπάντας και να τους μετατρέψει σε ένα από τα σημαντικότερα speed/power συγκροτήματα όλων των εποχών. Ή τουλάχιστον να κάνει την αρχή για ό,τι ακολούθησε.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η μπάντα είχε κυκλοφορήσει τρία studio albums (Battalions of Fear, Follow the Blind, Tales from the Twilight World) και θεωρούνταν μία ανερχόμενη και υπολογίσιμη δύναμη στο χώρο του γερμανικού, κυρίως, speed/power, καθώς δεν είχε αρχίσει ακόμη να ακούγεται ιδιαίτερα εκτός της χώρας της. Οι κεραίες της Virgin Records όμως τους εντοπίζουν και η ανεξάρτητη δισκογραφική (τότε), τους υπογράφει, λίγους μήνες πριν συγχωνευτεί ή μάλλον καλύτερα εξαγοραστεί από την ΕΜΙ.
Στις 29 Ιουνίου του 1992 λοιπόν κυκλοφορούν το τέταρτο studio album τους Somewhere Far Beyond. Παρά το γεγονός ότι διατηρούν μέχρι ενός μεγάλου βαθμού τα speed/power στοιχεία τους, προσθέτουν και αρκετά folk αλλά και συμφωνικά στοιχεία, που στις επόμενες δισκογραφικές τους απόπειρες έγιναν ακόμη πιο έντονα και καθιέρωσαν τον signature ήχο των Blind Guardian. To album έτυχε εξαιρετικών κριτικών από τον μουσικό τύπο σε όλη την Ευρώπη και τους έστειλε μέχρι και την Ιαπωνία για συναυλίες, όπου και ηχογράφησαν και το πρώτο τους live album “Tokyo Tales”, το οποίο κάλλιστα λειτουργεί και σαν ένα εξαιρετικό best of της μέχρι τότε πορείας τους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν την κυκλοφορία του Somewhere Far Beyond, οι Blind Guardian κυκλοφόρησαν τα (ίσως) δύο κορυφαία τους albums (Imaginations from the Other Side, 1995), (Nightfall in Middle-Earth, 1998), δύο δίσκους που τους γιγάντωσαν στις καρδιές των fans αλλά και τους έδωσαν το status μίας εκ των κορυφαίων γερμανικών -και όχι μόνο- heavy metal συγκροτημάτων όλων των εποχών.