Οι Άγγλοι ως Κυριακάτικη ιεροτελεστία έχουν το ποδόσφαιρο, κάπως έτσι θα έλεγα ότι εγώ έχω τις Κυριακάτικες συναυλίες. Στο μεγάλο νησί όμως, ποδόσφαιρο έχει τουλάχιστον κάθε εβδομάδα, κάτι το οποίο δεν θα έλεγα ότι ισχύει και για τα live shows. Πάντως, αυτήν την φορά, η τύχη ήταν με το μέρος μου και έτσι είχα την ευκαιρία να περάσω μία βόλτα από το Fuzz. Οι Sólstafir ένωναν τις δυνάμεις τους, με τους ‘δικούς μας’ Nochnoy Dozor, υποσχόμενοι μία βραδιά με ατμοσφαιρική αλλά και ποιοτική μουσική. Μένει να δούμε, αν όντως φάνηκαν αντάξιοι των προσδοκιών.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Όποιος έχει διαβάσει την σειρά βιβλίων φαντασίας, του Ρώσου συγγραφέα Sergei Lukyanenko, με τίτλο Nochnoy Dozor, με το άκουσμα αυτών των δύο λέξεων, μπορεί να μνημονεύει εκτός από μία εντυπωσιακή λογοτεχνική εξαλογία, μία αξιοπρεπέστατη κινηματογραφική μεταφορά, πλέον και μία άκρως ενδιαφέρουσα μπάντα. Η έξοδος λοιπόν του έτους, του βρίσκει ιδιαίτερα ενεργούς, καθώς ήδη έχουν κυκλοφορήσει την πρώτη δισκογραφική τους δουλειά, την οποία μας την παρουσίασαν και ζωντανά την τελευταία νύχτα του Νοέμβρη. Ακούγοντας την, μου είχε κάνει εξαιρετικά καλή εντύπωση, αλλά είχα μέσα μου ένα μεγάλο ερώτημα: «την τόσο έντονη ατμόσφαιρα του, θα μπορέσουν να την αποδώσουν live;». Στο release που έκαναν στο Temple, έχασα την ευκαιρία να απαντήσω στο ερώτημα μου, καθώς ο κάφρος μέσα μου νίκησε και είδα At The Gates, οπότε πλέον είχα μία ακόμα ευκαιρία. ΝΑΙ!, μπορούν και παραμπορούν είναι η απάντηση. Αρχικά είδα κάτι που εκτιμώ βαθιά σε ένα σχήμα, έχουν ξοδέψει πολλές ώρες προβάροντας. Δευτερευόντως, πάνω στην σκηνή βρέθηκε μία πενταμελής παρέα μουσικών, που γουστάρει πολύ αυτό που κάνει. Οι πειραματικές ambient/avant garde μελωδίες που μας προσέφεραν στην μισή ώρα και κάτι που είχαν στην διάθεση τους, ήταν αρκετές ώστε να κερδίσουν και τον τελευταίο παρευρισκόμενο στο venue. Άψογα εναρμονισμένοι μεταξύ τους, τόσο εκτελεστικά, όσο και σκηνικά, προσέφεραν απλόχερα ήχους σκοτεινούς που σε ταξιδεύουν, παίζοντας κομμάτια από το EP τους, αλλά και το ακυκλοφόρητο “Ben Hur”. Τέλος, είχα την πρόθεση να γράψω μία πρόταση για τον καθέναν τους, όμως συνειδητοποίησα πως θα έγραφα τα ίδια ακριβώς για όλους τους, καθώς είναι τόσο δεμένοι σαν γκρουπ.
Με το ταξίδι να έχει αρχίσει και το σκοτάδι να ρέει άπλετο στην Ιωακείμ, είχε έρθει και η ώρα των Ισλανδών Sólstafir. Την προηγούμενη επίσκεψη τους στην χώρα μας την είχα χάσει, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να επαναλάβω το λάθος μου αυτήν την φορά. Οι Ισλανδοί post metallers, δισκογραφικά, μοιάζουν με πεπαλαιωμένο ουίσκι, όσο περνάει δηλαδή ο καιρός, τόσο καλύτεροι γίνονται. Κουβαλώντας στις αποσκευές τους το Berdreyminn, κατέφτασαν στην πόλη μας για να καταπλήξουν με την εμφάνιση τους. Άνοιξαν το πρόγραμμα τους με το ορχηστρικό 78 Days in the Desert και αμέσως έγινε αντιληπτό από όλους μας, ότι βλέπαμε μία τεράστια μπάντα επί σκηνής. Καθώς απουσίαζαν τα φωνητικά, χρέη frontman διατελούσε το μπάσο του συγκροτήματος, Svavar Austman, ποθ με την ενέργεια του και το performance του, μαγνήτιζε τα βλέμματα του κοινού. Το σκηνικό θα άλλαζε λίγο αργότερα και συγκεκριμένα μετά το intro του “Köld”, ο Aðalbjörn Tryggvason άρχισε να τραγουδάει τους πρώτους πλήρως ακατανόητους στίχους του τραγουδιού. Καθότι Ισλανδικά δεν ξέρω, όπως πολλοί από σας φαντάζομαι, θα σας πω ότι έκανα φιλότιμες να σιγοτραγουδήσω, αφού ο τρόπος με τον οποίο ερμήνευε τα κομμάτια, σε άγγιζε με μοναδικό τρόπο. Ακούσαμε συνθέσεις τους σχεδόν από το σύνολο της δισκογραφίας τους, από “Masterpiece of Bitterness” (“Ljósfari”), σε “Köld” (αυτά που ήδη αναφέραμε και το “Goddess of the Ages”), από ‘κει στο “Svartir sandar” (“Fjara” και το ομώνυμο), στο “Ótta” (“Ótta”) και με την μερίδα του λέοντος να πέφτει να πηγαίνει στο Berdreyminn με τέσσερα κομμάτια (“Silfur-refur”, “Ísafold”, “Hula” και “Bláfjall”). Για να γκρινιάξω και λίγο, αν κάτι μου έλειψε, αυτό ήταν το “Í blóði og anda” (αφού όπως είπαμε, ο κάφρος μέσα μου πάντα θα υπερισχύει), απούσια όμως που την καταλαβαίνω, αφού η μπάντα έχεις αφενός έχει αφήσει αυτήν την εποχή πίσω της και αφετέρου το fanbase της, το έχτισε με τα υπόλοιπα albums.
Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα συγκρότημα που παίζει στις «καλές θέσεις» στα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού και περίμενα να δω κάτι αντάξιο του βεληνεκούς τους. Ο ήχος τους ήταν φανταστικός, τί τους ακούς στο studio, τί ζωντανά, δεν υπάρχει απολύτως καμία διαφορά. Άνετοι στην σκηνή, δεν σταμάτησαν λεπτό να αλληλοεπιδρούν με τον κόσμο που είχε σχεδόν γεμίσει τον χώρο, είτε ζητώντας μας να χτυπήσουμε ρυθμικά παλαμάκια, είτε κάνοντας μας νοήματα σε όποιον έβλεπαν να απλά να στέκεται και να τους κοιτάζει ή ακόμα ο Aðalbjörn να ζητάει την βοήθεια μας για να πει στα ελληνικά το “Savrtir sandar”. Μελετημένοι μέχρι λεπτομέρειας, μέχρι δηλαδή και οι ενδυματολογικές τους επιλογές ταιριάζουν απόλυτα με αυτό που ακούς, χαρίζοντας ένα μοναδικό οπτικοακουστικό θέαμα.
Εν ολίγοις, όσοι βρεθήκαμε το βράδυ της Κυριακής, παρακολουθήσαμε μία συναυλία από αυτές που θα θυμόμαστε για πολύ καιρό, τόσο για τους μοναδικούς, αλλά και κορυφαίους για το είδους τους, Ισλανδούς, όσο και για τους Nochnoy Dozor, που ούτε αυτή η μαγική και επιβλητική εμφάνιση των Sólstafir, δεν μπόρεσε να τους επισκιάσει.