Τετάρτη απόγευμα δίνω ραντεβού με τον Solmeister στη Μαρίνα Ζέας του Πειραιά, για να απαντήσει στις απορίες μου γύρω από την ως τώρα καριέρα του και το νέο του album, “Χάρτινο Βασίλειο”. Το “Χάρτινο Βασίλειο” μου έκανε τρομερή εντύπωση, γι’ αυτό και ήθελα πολύ να γνωρίσω το δημιουργό του. Ο Sol καταφτάνει και συναντώ ένα τρομερά προσγειωμένο και έξυπνο άτομο. Ο σερβιτόρος τον αναγνωρίζει και παθαίνει σοκ, ενώ ο Sol είναι πρόθυμος να του μιλήσει και να βγάλει φωτογραφίες μαζί του σαν ένας ταπεινός rockstar της διπλανής πόρτας.
***
Μεγάλο θέμα στο “Χάρτινο Βασίλειο” είναι το δίλημμα μεταξύ μιας κανονικής δουλειάς και στο κυνήγι της μουσικής καριέρας. Ποια ήταν η στιγμή που ο δαίμονας της μουσικής έκανε κατάληψη στο δικό σου είναι;
Γενικά από συγγενείς και γνωστούς, ξέρεις, πάντα υπήρχε μουσική γύρω. Κάποια στιγμή οι δικοί μου έκαναν το λάθος να μου πάρουν ένα κασετόφωνο και κυριολεκτικά τους έπρηξα. Στα 13, ηχογραφούσα στίχους από τα Ημισκούμπρια, αλλά εκεί που, ας πούμε, έγινε πιο σοβαρή η φάση ήταν το καλοκαίρι του 2008, όταν αγόρασα το πρώτο μου μικρόφωνο και αρχίσαμε να ραπάρουμε με τον κολλητό μου, τον Pak.
Πώς πήρες την απόφαση να παντρέψεις τη rock με το hip-hop; Ήταν κάτι φυσικό για σένα ή μια πιο συνειδητή επιλογή;
Το 2015 έβγαλα τον πρώτο full length hip-hop δίσκο μου και κατέληξα πως έχω πει ό,τι είχα να πω πάνω στο είδος. Κάπου τότε ένιωσα πως άρχισε και το ιδίωμα να αλλάζει και να χάνει αυτό που εγώ είχα ξεχωρίσει και αγαπήσει τόσα χρόνια σε αυτό. Σκέψου, είχα φτάσει σε μια φάση, που είχε περάσει ένας μήνας χωρίς να ακούσω μουσική, μέχρι που το Spotify μου έβγαλε τυχαία στις προτάσεις τους My Chemical Romance, που κατέληξαν να είναι και η κύρια έμπνευση πίσω από τον ήχο του Cool Kids Never Die. Εκεί άνοιξαν οι ορίζοντες μου. Το rock στοιχείο μου έδωσε ζωντάνια και με απελευθέρωσε, γιατί π.χ. στο hip-hop με πιο καταθλιπτικούς στίχους, αναγκάζεται και η μουσική να πάει αναλόγως, ενώ οι MCR κυριολεκτικά ούρλιαζαν τον πόνο τους.
Ποιες είναι οι βασικές rock επιρροές σου και ποιες οι hip-hop, λοιπόν;
Ξεκινώντας από το hip-hop, η πιο ανεπαίσθητη επιρροή στη μουσική μου είναι οι ΖΝ. Δε νομίζω πως μπορεί κανείς να ακούσει στη μουσική μου πού ακριβώς μπορεί να με έχουν επηρεάσει, όμως πάντα για κάποιο λόγο είναι εκεί. Μετέπειτα, σίγουρα ο Ραψωδός Φιλόλογος άφησε ένα μεγάλο στίγμα πάνω μου και ήταν ιδιαίτερη η χαρά μου, τόσα χρόνια μετά, να συμμετάσχει στον πιο σημαντικό μου δίσκο μέχρι σήμερα. Από rock, είμαι ένα κράμα της αγωνίας των My Chemical Romance, της θεατρικότητας των Queen και της ενέργειας όλου του pop/punk των 00s.
Λυρικές επιρροές σου;
Στο θέμα της ίδιας της γραφής, πάντα πρώτος ήταν ο Eminem εξ Αμερικής και ο Αρτέμης από την εγχώρια σκηνή, διότι η πολυσυλλαβική ομοιοκαταληξία κάνει το μαθηματικό κομμάτι του εγκεφάλου μου να παθαίνει ηλεκτροσόκ. Η έμπνευσή μου και το περιεχόμενό μου πολλές φορές είναι για τον έρωτα, ή μάλλον δια τον έρωτα, διότι για μένα είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο περνάνε οι στίχοι μου. Ακόμα κι όταν ξεκλειδώνω το παρελθόν, που απασχολεί το στίχο μου συχνά, συνήθως το κάνω μιλώντας για ένα κορίτσι. Στο “Χάρτινο Βασίλειο”, βέβαια, σε πολλά κομμάτια κοιτάζω το αβέβαιο μέλλον και υπάρχει μια περιρρέουσα θλίψη και μία βράζουσα οργή, με κύριο θεματικό άξονα την επανάσταση. Ήταν ένα πολύ διαφορετικό project για μένα.
Πλέον σε ποια μουσική κοινότητα νιώθεις ότι ανήκεις εσύ;
Στη δικιά μου. Κοίτα, μετά το “CKND” ένιωσα έξω από το hip-hop, γιατί δε μου άρεσε η τροπή που πήρε, τόσο στιχουργικά, όσο και μουσικά· η τόση ηλεκτρονίλα κάπου με έχασε. Ένιωσα και νιώθω μια πικρία για το πόσο κλειστόμυαλη είναι η hip-hop κοινότητα με τις άλλες μουσικές και ξενέρωσα που αναγνώρισα στον εαυτό μου πως αυτό ήμουν και εγώ για μια περίοδο. Έτσι, κατέληξα στην απ’ έξω… Πολύ ροκάς για τους hip-hopάδες και πολύ hip-hopάς για τους ροκάδες. Και να σου πω την αλήθεια, μου αρέσει η απέξω. Ξέρω πως όσοι είναι εδώ, είναι εδώ για μένα, όχι επειδή το hip-hop σήμερα είναι στα καλύτερα του και είμαι κι εγώ ένας ακόμα που λέει τα ίδια. Μία ή άλλη, δεν αντέχω και πολύ να μου κηρύττουν τη διαφορετικότητα άτομα που τα ακούς και είναι όλοι ίδιοι, κάποιοι ματώσαμε για να φτιάξουμε κάτι που να ακούγεται και να είναι δικό μας, οπότε καλύτερα στην απέξω, αν με ρωτάς.
Για όσους σαν εμένα δε σε ξέρουν, δώσε μου ένα συνοπτικό χρονικό της πορείας σου.
Επιγραμματικά, από το 2008 μέχρι το 2010, ήταν η εποχή των πρώτων demo και σπιτικών χαζοηχογραφημάτων. Το 2010 έβγαλα το πρώτο μου EP πριν τις σπουδές μου στην Αγγλία, το «Say Goodbye». Όσο σπούδαζα στο Brighton, το 2012 δούλεψα το δεύτερο EP μου, το «Mistakes», όπου μέσα στο κρύο, τη βροχή και την κατάθλιψη της Αγγλίας έκανα μια πολύ βαθιά ψυχανάλυση και το 2015 το πρώτο μου LP, το «Νύχτες Πρεμιέρας» αμιγώς hip-hop και η διατριβή μου στα πολλαπλά στυλ που εξάσκησα στο είδος. Παρ’ όλα αυτά, επειδή το hip-hop είναι και εύκολο στη δημιουργία του, υπάρχει μια πληθώρα υλικού στο διαδίκτυο και από άλλα projects, συνεργατικά και πιο πρόχειρα. Το 2016, έρχεται το “CKND”, οι πρώτες τριβές και το κράμα hip-hop με rock και φέτος το “Χάρτινο Βασίλειο”, που είναι η πιο πρόσφατη δουλειά μου.
Ποια είναι η σχέση σου με τον κινηματογράφο και πώς σε έχει επηρεάσει;
Έχω σπουδάσει κριτική και ιστορία κινηματογράφου και έχω έναν ιδιαίτερο έρωτα με αυτόν, ο οποίος αντικατοπτρίζεται και στο στίχο μου. Προτιμώ να δείχνω, παρά να ταΐζω με το κουτάλι αυτό που έχω να πω. Είμαι φανατικός καταναλωτής της pop κουλτούρας του cinema.

Αγγλικός ή ελληνικός στίχος;
Όταν χτύπησα δειλά την πόρτα του rock, ανακάλυψα μια γωνιά του που αποζητά τον ελληνικό στίχο. Είναι δύσκολο να κάνεις τα ελληνικά να ακούγονται κουλ, αλλά εάν έχεις φάει τα νιάτα σου στο hip-hop γράφοντας 65 στίχους ανά κομμάτι, την έχεις πονέσει τη γλώσσα, θα τον βρεις το δρόμο σου. Είναι αυτό που κάποια στιγμή διάβασα πως είχε πει ο Σιδηρόπουλος και ταυτίστηκα όσο δεν πάει:
“Έχει μεγάλη δυσκολία να μπει ελληνικός στίχος στη rock μουσική, αλλά πώς να το κάνουμε, πρέπει να παλέψεις. Πρώτα θα βγει λίγο κουτσό, λίγο τραυματισμένο, μετά όμως θα βρει τον δρόμο του. Θέλει ειδική μελέτη. Εγώ κουράστηκα, αλλά βρήκα τα μυστικά της ελληνικής γλώσσας και τώρα ο στίχος κολλάει. Κοφτά, λέξη προς λέξη. Και νιώθω μεγάλη ικανοποίηση, γιατί αυτό το ταξίδι το ‘βγαλα πέρα μόνος μου.”
Έτσι ακριβώς νιώθω. Υπήρχε κάποια στιγμή ένα κύμα, βλ. Ξύλινα Σπαθιά, Τρύπες κ.λ.π, αλλά κανένας δεν φαίνεται να πήρε αυτή τη δάδα και έτσι αποδυναμώθηκε το θεμέλιο της ελληνόφωνης rock. Αντιθέτως, στο hip-hop απ’ την πρώτη μέρα ο στίχος ήταν ελληνικός. Βγήκαν δυο τρία κομμάτια από τους FF.C και τους Active Member στην αρχή στα αγγλικά, αλλά σε αντίθεση με πολλές άλλες μη-αγγλόφωνες ευρωπαϊκές χώρες, δε συνεχίστηκε. Όταν το κύριο δέλεαρ σου είναι η αμεσότητα, είναι λίγο βαρετό να βλέπεις κάποιον να τα χώνει για τόση ώρα και να μη καταλαβαίνεις λέξη, επομένως είναι φυσικό. Τα αγγλικά από την άλλη, είναι και ένα τείχος, μια φορεσιά που κρύβεσαι από πίσω, γιατί προσδίδουν μια ντεμέκ ποιητικότητα. Το να μιλάς, όμως, την ίδια γλώσσα με τις μπάντες που θαυμάζεις είναι παγίδα, γιατί νομίζεις ότι μοιάζετε πολύ περισσότερο από ότι μοιάζετε στην πραγματικότητα. Για μένα, οφείλεις να μεταφράζεις και όχι να μεταγλωττίζεις τις επιρροές σου, οφείλεις να βρίσκεις τις σωστές λέξεις στη γλώσσα σου για να μεταδώσεις το ίδιο συναίσθημα που έλαβες και να μη νομίζεις ότι εάν πεις “I miss you” είσαι ποιητής, επειδή δεν είπες «μου λείπεις». Ναι, στα ελληνικά ακούγεται εκ φύσεως σκυλάδικο και σε απωθεί σαν έκφραση, αλλά και ένας Αμερικάνος αν σε άκουγε, θα το εκλάμβανε ως εξίσου τετριμμένο και ο Έλληνας θα προτιμήσει τον Αμερικάνο όταν ψάχνει να ακούσει κάτι στα Αγγλικά. Θεωρώ πως η εγχώρια υποστήριξη θα γίνει πολύ πιο θερμή, όταν το κοινό στην Ελλάδα, αρχίσει να νιώθει πως απευθύνεσαι αποκλειστικά σε αυτούς, όπως έγινε με το hip-hop, που χρόνο με το χρόνο γιγαντώθηκε και πλέον δεν χωράει στους μεγαλύτερους συναυλιακούς χώρους της χώρας.
Ποια είναι τα κάστρα που πρέπει να κατακτήσει ένας νέος καλλιτέχνης στην Ελλάδα κατά τη γνώμη σου;
Η εικόνα! Καλή μουσική υπάρχει πάντα, αλλά πρέπει κάπως να κάνεις τον άλλον να νοιαστεί. Στο hip-hop το χτίσαμε εξ απαλών ονύχων, φτιάχνοντας πυρετωδώς video clip από το 2009 και έπειτα, με αποτέλεσμα πολύς κόσμος πλέον να παρακολουθεί ενεργά τα νέα clip και τα αποτελέσματα να ανταγωνίζονται παραγωγές του εξωτερικού.
Το “Χάρτινο Βασίλειο” είναι ένα concept album. Ποιοι είναι οι πυλώνες του concept αυτού;
Το “Χάρτινο Βασίλειο” συμβαίνει μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου όταν βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ενηλικίωσης και ο αφηγητής μας στο ρόλο αυτό είναι ο Yoda Priest. Έχουμε δυο πρίγκιπες, που πρεσβεύουν δυο εξίσου σημαντικές ροές σκέψης του νου του, τον Πρίγκιπα Λέων, που τον ενσαρκώνω εγώ και τον Πρίγκιπα Εφιάλτη, που ενσαρκώνει ο dPans. Μέσα στο “Χάρτινο Βασίλειο”, βασιλεύουν ο Βασιλιάς Εγωισμός και η Βασίλισσα Ανασφάλεια και η επανάσταση των δύο πριγκίπων, το Σχίσμα, βράζει κάτω απ’ το θρόνο τους. Όλοι θέλουν να κερδίσουν και ο αφηγητής καλείται να πάρει μια απόφαση και να ακολουθήσει κάποιον. Θα κερδίσει το καθεστώς μέσα του; Θα ακολουθήσει τον δρόμο των πριγκίπων; Οι ίδιοι οι πρίγκιπες θα βγουν αλώβητοι από μια τόσο μεγάλη μάχη;
Αυτό που είχα προειδοποιήσει τους fans εξ αρχής, είναι πως ο δίσκος είναι δύσκολος, διότι δεν υποκρίνεται πως έχει κάπου έτοιμες τις απαντήσεις, δε θα σου πει πώς να ζεις. Ο δίσκος θέτει απλώς τα σωστά ερωτήματα και οι απαντήσεις που δίνει ο καθένας είναι διαφορετικές. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, γι’ αυτό και στα μισά του δίσκου η ίδια η ιστορία αποδομείται μπροστά στα μάτια σου.
Σε τι φάση ήσουν όταν το έγραφες;
Στη χειρότερη! Η μουσική δεν είχε πετύχει ακόμα σε επίπεδο βιοπορισμού και ενώ είχα μια ευκαιρία για μια καλή δουλειά γραφείου, έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Το ίδιο και ο Yoda. Ήταν κάτι που βιώσαμε μαζί. Η πορεία που διάλεξε ο καθένας μας για τη ζωή του, δίνει το βάρος σε όσα γράφονται μέσα στο “Χάρτινο Βασίλειο”. Ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς πόσοι φόβοι και πόσες εικασίες επιβεβαιώθηκαν στα δύο χρόνια απ’ τη σύλληψη έως την κυκλοφορία του.
Τι ήθελες να πετύχεις μουσικά στο δίσκο; Και πώς φτάνεις από την αρχική ιδέα σε ένα έτοιμο τραγούδι;
Η μουσική είναι κάτι το ενστικτώδες για μένα, γιατί όταν δημιουργώ προσπαθώ να περάσω πρώτα ο ίδιος το ταξίδι που θα κάνει ο ακροατής ακούγοντας, ενώ στιχουργικά λειτουργώ με πλάνο. Γράφω στον αέρα. Πρώτα οι στίχοι, μετά η μουσική. Στη σύνθεση το δεξί μου χέρι ήταν και είναι ο dPans, που αλληλοσυμπληρωνόμαστε τέλεια. Οι ενορχηστρώσεις του αγκαλιάζουν κάθε μουσική μου ιδέα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο.

Η εικόνα, όπως είπαμε και προηγουμένως, είναι σημαντικό στοιχείο της έκφρασης σου. Πως προσεγγίζεις τη δημιουργία των video clip;
Στο κεφάλι μου όλα τα κομμάτια είναι video. Συνήθως οπτικοποιώ αυτά που οι εικόνες τους είναι πιο έντονες στο μυαλό μου και ξεκινάω με 90 hollywoodιανές ιδέες, για να μείνουν οι 60, οι οποίες πρέπει να χωρέσουν στο budget, άρα να κατασταλάξουμε στις 30 και εκεί είναι που λέμε “πάμε κι ό,τι μπορούμε, κάνουμε”. Στο ομότιτλο κομμάτι του δίσκου όμως, τα δώσαμε όλα, η παραγωγή ξεπέρασε όλα όσα είχαμε κάνει μέχρι σήμερα.
Στο “Μπουρλέσκ” λες ότι τα τραγούδια τούτα εδώ γράφτηκαν αλλιώς. Δηλαδή;
Δε θέλω να αποκαλύψω πολλά, αλλά τα ίδια αυτά τραγούδια γράφτηκαν σε τρία επίπεδα της πραγματικότητας. Σε ένα πολύ πραγματικό σπίτι στα βουνά, κάπου στην Πελοπόννησο από δύο 20ρηδες, στην απομόνωση από έναν υπαρκτό (;) θλιμμένο συγγραφέα και σε ένα φανταστικό και χάρτινο βασίλειο από δυο πρίγκιπες.
Πάρα πολύ θυμός και αγωνία στο δίσκο για την έλευση της ενήλικης ζωής και των ευθυνών. Ποια είναι η ένδοξη ήττα σε αυτό το πλαίσιο που αναφέρεις;
Ακόμη και η ήττα έχει δυο όψεις εδώ. Είναι ο Yoda με τον φαινομενικά σίγουρο δρόμο της δικηγορίας από τη μία και εγώ που επέλεξα τη τέχνη και ζω στην αβεβαιότητα από την άλλη. Άρα, εντέλει, ποιος είναι ο χαμένος; Πριν μιλήσουμε γι’ αυτό, θα πρέπει να αναλογιστούμε πως τόσο η νίκη, όσο και η ήττα, είναι καταλήξεις, προϋποθέτουν το τέλος. Το τέλος, όμως, όπως μας τονίζουν τα τελευταία λόγια του δίσκου, υφίσταται μόνο για όσους πιστεύουν σε αυτό.
Θέλω να μου πεις την ιστορία πίσω από το “Μέικ απ μιας Βασίλισσας”, Η κακοποίηση και η ψυχανάλυση του θύματος με έκανε να ανατριχιάσω.
Με ενδιέφεραν από μικρό οι ιστορίες των γυναικών, γι’ αυτό και σου είπα προηγουμένως πως ο έρωτας είναι το πρίσμα μου και πως ξεκλειδώνω τη ζωή με κορίτσια. Το συγκεκριμένο θέμα το είχα ακούσει από περισσότερες φίλες μου απ’ όσες θα μπορούσα να φανταστώ, που το είχαν βιώσει πιο πολύ από ό,τι θα έπρεπε. Την πρώτη φορά που μου το ανέφεραν, εντελώς αυθόρμητα, είχα βάλει τα κλάματα. Το να χτυπάς ένα άτομο που αγαπάς, μου είναι αδιανόητο, είναι απάνθρωπο το να θεωρείς έναν άνθρωπο τόσο κτήμα σου, ώστε να του ασκήσεις βία.
Γιατί η εφηβεία μας καθορίζει τόσο;
Αν είσαι επαγγελματίας μουσικός, είναι επειδή κυριολεκτικά πληρώνεσαι για να είσαι παιδί, να ζεις ανέμελα και να νοιάζεσαι για όσα δε νοιάζονται όσοι πλακώθηκαν κάτω απ’ τις ευθύνες τους. Ο κόσμος το χρειάζεται αυτό. Γενικότερα, μας καθορίζει γιατί εκείνες οι συμπεριφορές είναι που είτε θα προβάλλεις, είτε θα εναντιώνεσαι στην υπόλοιπη ζωή σου. Πολύς κόσμος παίρνει εν βρασμώ αποφάσεις για τη συμπεριφορά του στην εφηβεία του και νιώθει υποχρεωμένος να τις υπερασπίζεται μέχρι το τέλος. Προσωπικά, θεωρώ ότι εάν συμπεριφέρεσαι εγωιστικά από μικρός, δε θα πάψεις μεγαλώνοντας, γι’ αυτό και σε ζητήματα χαρακτήρα, ποτέ δεν ήμουν υπέρ της άποψης «άστον μωρέ, είναι μικρός». Εάν τόσος κόσμος μπόρεσε να βγάλει το Λύκειο χωρίς να κατηγορεί τρίτους για τα λάθη του, τότε δεν δικαιολογούνται όσοι νιώθουν πως τους φταίει κάποιος άλλος ανά πάσα στιγμή, ούτε όσοι ξεσπούν σε τρίτους και όχι, δε θα μάθουν μεγαλώνοντας. Ξέρουμε μπόλικους που «μεγάλωσαν» και συμπεριφέρονται εξίσου ανώριμα και απ’ όσους γνώρισα εγώ, όσοι ήταν μαλάκες τότε, μαλάκες είναι ακόμα, απλά ενήλικοι.
Όλοι ποθούμε κάτι και όλα μας τα θέλω όταν τα γδύσεις καταλήγουν σε μια λέξη. Ποια είναι η δικιά σου;
Έρωτας.
Ποια ήταν η πιο σκοτεινή περίοδος της ζωής σου, όπως τη βίωσες;
Ήταν η εφηβεία μου, γι’ αυτό χρειάστηκε να την αναλύσω εκ νέου στα 24 μου. Γυρνώντας πίσω, ωστόσο, κατάλαβα πως είχα απευαισθητοποιηθεί και χρειάστηκα πολλή προσπάθεια για να ανοίξω αυτές τις καταπιεσμένες πληγές και να ξαναπονέσω για τα ίδια πράγματα.
Πώς ήρθαν στη ζωή τα artwork για κάθε κομμάτι στο Youtube;
Εξ αρχής, έλεγα πως ένα album, που διαδραματίζεται σε ένα παλάτι, θα πρέπει να είναι ντυμένο αναλόγως. Είχα τη τύχη να γνωρίσω τη Πέννυ Γιαννακοπούλου, μια 17χρονη με χέρια ευλογημένα από τη φύση, που πίστεψε πολύ στην ιδέα του “Χάρτινου Βασιλείου” και μου έκανε την τιμή να γίνει τα μάτια του concept.
Ποια είναι τα επόμενα πλάνα σου λοιπόν;
Κάποια video clip ακόμα, σίγουρα. Από ζωντανές εμφανίσεις, έχουμε το επετειακό live «Να τα Πούμε;» στο Academy, 27 Δεκεμβρίου, στο οποίο θα παρουσιαστεί και επισήμως ο δίσκος για πρώτη φορά και δυο τρεις ακόμα εμφανίσεις μέσα στο χειμώνα με τη μπάντα, σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Αναμένω τις επόμενες κινήσεις σου λοιπόν.
Υπομονή….