Η έννοια ενός concept album έχει δύο ερμηνείες: από τη μία η ξεκάθαρη storytelling λογική, κι από την άλλη μία περισσότερο αφαιρετική και πολλές φορές σχεδόν διαισθητική οπτική. Η μεν πρώτη χαρακτηρίζεται κατά βάση από μία γραμμικότητα στην αφήγηση με ιδιαίτερη έμφαση όχι τόσο στους χαρακτήρες που εμφανίζονται σε αυτήν, αλλά στην ίδια την ιστορία που διαδραματίζεται, ενώ η δεύτερη επιχειρεί να δώσει έμφαση στους χαρακτήρες και τις συναισθηματικές – ψυχολογικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα εντός τους.
Η αλήθεια είναι ότι για πολύ καιρό στην συνείδηση του ροκ-μέταλ ακροατή στην Ελλάδα η έννοια concept album είχε ταυτιστεί με ντεμέκ ηρωικές εκστρατείες και πολεμοχαρείς ιστορίες υπό την σκεπή μίας epic metal αισθητικής. Όμως πλέον κανένας δεν θεωρεί μονοπώλιο του μέταλ την παραγωγή συμπαγών εννοιολογικά και υφολογικά δίσκων. Εξάλλου, η ποιότητα ενός δίσκου εξαρτάται και από τον βαθμό στον οποίο είναι ένα οργανικό σύνολο που αποτελείται από τραγούδια κι όχι μία σαλάτα από ασύνδετες μεταξύ τους συνθέσεις.
Εξαιρετικά παραδείγματα κλασσικών concept albums είναι πάρα πολλά: από το The Wall (Pink Floyd), το Quadrophenia (The Who), το Ziggy Stardust (David Bowie) και το Operation: Mindcrime (Queensryche), στις industrial όπερες του Marilyn Manson (δες τριλογία Antichrist Superstar, Mechanical Animals, Holy Wood), στους Mastodon (Leviathan, Crack The Skye), τους Tool (10,000 Days) και τους Nine Inch Nails (The Downward Spiral, Year Zero). Για κάποια από αυτά θα διαβάσετε από τους άλλους συντάκτες μας.
Από την μεριά μας, θα εστιάσουμε σε τρία πολύ σημαντικά concept albums της τελευταίας εικοσαετίας: το Murder Ballads του Nick Cave και των Bad Seeds, το Oceanic των Isis και το Songs For The Deaf των Queens Of The Stone Age. Τα τρία αυτά άλμπουμ ικανοποιούν τέσσερα κριτήρια:
1) εντάσσονται στην κατηγορία των concept album με μη γραμμικά αφηγηματικά κριτήρια,
2) αποτελούν σημεία τομής στην δισκογραφία των καλλιτεχνών,
3) γνώρισαν σχεδόν καθολική κριτική αποδοχή και,
4) αποτέλεσαν επιδραστικότατα άλμπουμ για μεταγενέστερους καλλιτέχνες ακόμα και για ολόκληρα είδη μουσικής έκφρασης.
[box_light]
Το “Murder Ballads” κυκλοφόρησε το 1996, ύστερα από το εξαιρετικό “Let Love In”, και είναι ένα πραγματικό αριστούργημα του σκοτεινού και λυρικού ήχου. Αποτελείται από εννέα «μπαλάντες φόνου» (ή και φονικές μπαλάντες αν θέλετε) που αφηγούνται κάθε μία και μία διαφορετική ιστορία φόνου. Τρελαμένα κοριτσάκια φονιάδες (“The Curse of Millhaven”), σύζυγοι/πατεράδες που κατακρεουργούν την οικογένεια τους (“Song of Joy”), γυναίκες που εκδικούνται τον βιασμό τους (“Crow Jane”) και την απόρριψη τους (“Henry Lee”), γυναίκες που δολοφονούνται λόγω της αθωότητας και της ευπιστίας τους (“The Kindness of Strangers”) κ.ο.κ. Το σημείο που κάνει το άλμπουμ μοναδικό είναι η διεισδυτική ματιά του Cave πάνω στους ήρωες του: είναι θύτες και θύματα ταυτόχρονα και με έναν τρόπο αποτυπώνουν τις ίδιες τις κοινωνικές κι εσωτερικές τους αντιφάσεις στα εγκλήματά τους. Το βάθος των στίχων είναι εντυπωσιακό και αγκαλιάζει μία πληθώρα εκφράσεων του σκοτεινών κομματιών του ανθρώπου, ενώ και ο ίδιος ο Cave είναι δίκαιος απέναντι τους: δεν τους χαρίζεται, αλλά ούτε και τους λοιδορεί. Αντίθετα, τα τραγούδια σφύζουν από κατανόηση και από μία σφαιρική ματιά που δεν παρουσιάζει τον εγκληματία ως αποδιοπομπαίο τράγο αλλά ως φαινόμενο του εκάστοτε κοινωνικού πλαισίου αναφοράς. Κι όλα αυτά χωρίς μεγαλεπήβολες διακηρύξεις: θρησκευτικές αναφορές υπάρχουν αλλά δεν κυριαρχούν, ενώ και η αστυνομία (όπου αυτή εμφανίζεται) επεμβαίνει μόνο ως το τελικό κατασταλτικό μέσο της κοινωνίας. Η ερμηνεία του Cave και των εκλεκτών καλεσμένων του (PJ Harvey, Kylie Minogue, Annita Lane, Shane McGowan) είναι υποδειγματική, το ίδιο και οι συνθέσεις κι εκτελέσεις όλης της μπάντας, ενώ η παραγωγή είναι ατμοσφαιρική αλλά και πολύ γειωμένη και ζεστή. Το δε άλμπουμ κλείνει με το Death Is Not The End (του Bob Dylan) δίνοντας μία μακάβρια αισιοδοξία στο όλο εγχείρημα και προλειαίνοντας το έδαφος για τα επόμενα βήματα του Cave προς την πνευματικότητα και την θρησκεία. Εάν δε, αναλογιστούμε ότι θέση στο άλμπουμ δεν βρήκε το, επίσης φανταστικό, “The Ballad of Robert Moore and Betty Coltrane” (b-side στο “Where the Wild Roses Grow”), κατανοούμε καλύτερα τι υπήρξε το “Murder Ballads”: ένα άλμπουμ σταθμός στην δισκογραφία του ψηλολέλεκα Αυστραλού και της πολυσυλλεκτικής μπαντάρας του.
[/box_light]
[box_light]
To 2002 οι Καλιφορνέζοι Isis κυκλοφόρησαν το εμβληματικό “Oceanic”, άλλο ένα κομψοτέχνημα του σκοτεινού ήχου. Το νήμα που δένει το άλμπουμ είναι η αυτοκτονία (μέσω πνιγμού) ενός ερωτευμένου άντρα ύστερα από την αποκάλυψη αιμομικτικών σχέσεων του αντικειμένου του πόθου του με τον αδερφό της. Η ιστορία εδώ, δίνεται περισσότερο με αφαιρετικές αναφορές στους λιγοστούς στίχους («kept close in skin, kept close in blood, and in he was”, “discover bliss and serenity in drowning”, “a day it changes everything”) παρά με μια γραμμική και περιοριστική αφήγηση. Τα κυρίαρχα θέματα είναι η γυναίκα, το νερό και η διαστροφή (αιμομιξία, πνιγμός). Συνεπώς, οι στίχοι είναι ανοικτοί σε ερμηνείες εφόσον αυτές βασίζονται πάνω σε αυτές τις θεματικές. Παρόλα αυτά το Oceanic είναι ένα απίστευτα συμπαγές άλμπουμ: η ατμόσφαιρά του είναι μοναδική, η ηχογράφηση και η παραγωγή είναι σκοτεινή και υγρή (σαν το γυναικείο αιδοίο και τον πυρήνα κάθε διαστροφής και νεύρωσης) και η μπάντα αποτυπώνει όλο της το είναι μέσα στο άλμπουμ. Η συνύπαρξη brutal και γυναικείων φωνητικών (στα “The Beginning Αnd The End”, “Carry” και “Weight” – απόλυτο highlight του δίσκου) καθώς και κιθάρων γεμάτες ορμητικές παραμορφώσεις με γεμάτες delay μελωδικές κιθάρες, αντανακλά στη μουσική τις ίδιες τις αντιθέσεις που πραγματεύεται όλο το άλμπουμ. Καταφέρνουν με αυτόν τον τρόπο οι Isis να δείξουν το σκότος μιας διαταραγμένης αρσενικής ψυχής που απαλύνεται μόνο με αυταπάτες περί ενός εσαεί τρυφερού ασθενούς φύλου: το οποίο όσο παραμένει εξιδανικευμένο αντικείμενο του πόθου απαλύνει τον πόνο και ηρεμεί την ψυχή, όταν όμως αποκαλύπτεται σαν δρών υποκείμενο με τις δικές του διαστροφές, διαλύει τον εσωτερικό κόσμο του ευαίσθητου αυτοκαταστροφικού ήρωα. Το άλμπουμ αποτέλεσε το magnum opus των Isis και παράλληλα όρισε ένα νέο είδος μουσικής, ανάμεσα στο metal, to sludge, το hardcore και το post rock, το λεγόμενο post metal. Επιπλέον, το 2004 και 2005 κυκλοφόρησαν τα “Oceanic Remixes/Interpretations Volumes I-IV” όπου το άλμπουμ αναδομείται και ρεμιξάρεται από σημαντικούς καλλιτέχνες (Mike Patton. Fennesz, Venetial Snares). Για τέτοιο αριστούργημα μιλάμε!
[/box_light]
[box_light]
Την ίδια χρονιά, κάποιοι άλλοι Καλιφορνέζοι, οι Queens Of The Stone Age, κυκλοφόρησαν τον διάδοχο του φοβερού “Rated R”, το εξίσου εμβληματικό “Songs For The Deaf”. Το concept εδώ είναι τελείως διαφορετικό: μία βόλτα με το αυτοκίνητο από το Λος Άντζελες στην έρημο, ενώ στην πορεία οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και η μουσική που παίζουν αλλάζει μαζί με την διάθεση και το τοπίο. Άρα, πολλά voice cuts ανάμεσα στα τραγούδια: από ισπανόφωνους μισοσαλεμένους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, έως τελείως σαλεμένους θρησκόληπτους wannabe προφήτες των ερτζιανών. Όπως είναι φανερό, είναι μία τελείως διαφορετική οπτική πάνω στο τι σημαίνει concept album, η οποία λειτουργεί περισσότερο συνδετικά ανάμεσα στο πλαίσιο στο οποίο οι QOTSA ακούν και δημιουργούν μουσική την οποία αργότερα θα ακούσει ο ακροατής, παρά στις θεματικές των στίχων. Το αποτέλεσμα είναι απλά ανεπανάληπτο. Το άλμπουμ άλλοτε τρέχει με 200 (“Millionaire”, “No One Knows”, “ First it Giveth”, “Go With The Flow”) κι άλλοτε κόβει ρυθμό και βουτάει στα σκοτεινά (“God Is In The Radio”, “A Song For The Deaf”), ενίοτε και στο ίδιο τραγούδι («A Song For The Dead”). Η παραγωγή, των ίδιων και του μάστορα Chris Goss, είναι τόσο ξερή που απορείς πως καταφέρνει να ακούγεται τόσο ζωντανή και σύγχρονη ακόμα και σήμερα, έντεκα χρόνια μετά, ενώ και η τεχνική όλων των μουσικών είναι απαράμιλλη. Οι δε, συνθέσεις είναι οι καλύτερες που έχει γράψει ο Homme, και το team θυμίζει Αμερικάνικη Dream Team του 1992: Homme, Oliveri, Grohl, Lanegan, Johannes, Goss και δεν συμμαζεύεται, μέχρι και ο συγχωρεμένος Lux Interior κάνει τον ραδιοφωνικό παραγωγό! Με αυτό τον ογκόλιθο σύγχρονου δυνατού rock and roll ο Homme κατάφερε να απαγκιστρωθεί πλήρως από την, (κακά τα ψέματα, περιοριστική για το ταλέντο του) ταμπέλα του stoner rock, να απευθυνθεί σε μεγαλύτερα ακροατήρια, να θεωρείται πλέον ένας από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες και συνθέτες της σύγχρονης rock και να επηρεάσει ένα σωρό άλλες μπάντες, εσχάτως ακόμα και τους πασίγνωστους Arctic Monkeys. Υπό μία έννοια ήταν το “Nevermind” των ‘00s: ένας σκληρός ροκ δίσκος που στην βάση του ήταν και pop χωρίς να ντρέπεται για αυτό. Για όλους αυτούς τους λόγους, (και καμιά εκατοστή ακόμα) το “Songs For The Deaf” θα θεωρείται ένας από τους καλύτερους δίσκους που ακούσαμε ποτέ.
[/box_light]