Είναι πολύ δύσκολο να ξεκινήσεις ένα Saxon review χωρίς να πέσεις σε κλισέ ατάκες του τύπου “οι Saxon είναι εγγύηση”, “Saxon=ποιότητα” κτλ. Είναι δύσκολο κυρίως γιατί οι Saxon είναι εγγύηση, πώς να το κάνουμε τώρα; Ξέρεις ότι σε live των Saxon για παράδειγμα δεν πρόκειται να περάσεις άσχημα, θα απολαύσεις αγνό, κλασσικό, καλοπαιγμένο NWOBHM από τους πλέον ειδικούς και επαγγελματίες του χώρου. Αντίστοιχα, όταν έχεις στα χέρια σου ένα καινούριο album των Saxon θα έχεις στα χέρια μας ποιοτικό heavy metal.
Το “Battering Ram” λοιπόν είναι ο διάδοχος του πολύ καλού “Sacrifice” του 2013 και θα κυκλοφορήσει στις 16 Οκτωβρίου. Σε παραγωγή Andy Sneap (Megadeth, Testament, Exodus, Annihilator και Nevermore μεταξύ άλλων), περιέχει 11 κομμάτια και θα μπορεί κανείς να το βρει σε τέσσερα formats (CD, βινύλιο, limited edition box και digital audio). Ο ήχος είναι ακριβώς αυτός που θα περιμέναμε από τους Saxon, πιάνοντας από εκεί που αφήσανε τα πράγματα στο “Sacrifice” αλλά αυξάνοντας λίγο ταχύτητες συνολικά, πράγμα διόλου κακό.
Ο δίσκος ξεκινάει με το “Battering Ram”, το οποίο ήταν και το πρώτο κομμάτι/videoclip που ακούσαμε στο τέλος του Ιουλίου. Το τραγούδι είναι γρήγορο, γεμάτο ενέργεια και με πιο low tempo αλλά πιασάρικο ρεφρέν που σίγουρα θα παίζει ως highlight στα επικείμενα live της μπάντας. Ακολουθεί το μυστηριακό, αφηγηματικό intro του “The Devil’s Footprint”, ένα κομμάτι με πολύ δυνατές κιθάρες και ιδιαίτερο χαρακτήρα. Οι Paul Quinn και Doug Scarratt (κιθάρες αμφότεροι) δείχνουν ότι παίζουν σε άλλο επίπεδο.
Επόμενο το πολύ καλό “Queen of Hearts”, βασισμένο στην γνωστή ιστορία της Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων. “Careful where you tread, you may lose your head to the Red Queen, Queen of Hearts” και να είστε σίγουροι ότι όλοι θα το τραγουδάνε στις συναυλίες. Λογοτεχνικών αναφορών συνέχεια με το “Destroyer” να αναφέρεται στον αντίστοιχο χαρακτήρα της Marvel. Από αυτό το σημείο και μετά ο δίσκος παίρνει μια σταθερή πορεία με πολύ δυνατούς και κλασσικούς Saxon ύμνους (“Hard and Fast”, “Eye of the Storm”, “Stand your Ground”, “Top of the World”). Η συνταγή γνωστή: καθαρόαιμο heavy metal, κλασσικά riffs, εισαγωγή-κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν-σόλο-ρεφρέν και ένα rhythm section πλατφόρμα για να ξεδιπλώνονται τα solo και οι ιστορίες. Μικρή κοιλιά στο “To the End” το οποίο, παρότι δεν είναι κακό κομμάτι, δεν φτάνει τα υπόλοιπα του δίσκου. Το “The Kingdom of the Cross” είναι από τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια μιας και αποτελείται μόνο από πλήκτρα, μπάσο και drums. Ο David Bower των Hell ακούγεται να διαβάζει ένα ποίημα αφιερωμένο στους νεκρούς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με τον Byford να τραγουδάει μόνο στο ρεφρέν. Ιδανικό κλείσιμο με “Three Streets to the Wind (The Drinking Song)” για να μην ξεχνάμε και την πιο χαβαλεδιάρικη πλευρά της μπάντας.
Συνολικά ο δίσκος κινείται στο πολύ ψηλό επίπεδο που θα περιμέναμε από την μπάντα. Εντάξει, ο Byford δεν είναι πια πιτσιρικάς και μπορεί αυτό να ακούγεται σε σημεία αλλά μην ξεχνάμε και ότι είναι 64 χρονών πλέον και συνεχίζει να γράφει μουσικάρες ακάθεκτος! Ο Quinn είναι ξεκάθαρα στην καλύτερη φόρμα από όλους και αυτό φαίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του album. 37 χρόνια μετά και οι Saxon συνεχίζουν να παραδίδουν μαθήματα κλασσικού heavy metal χωρίς διάθεση να σταματήσουν. Για να το ξεκαθαρίσουμε, μην περιμένετε να ακούσετε εδώ καινούρια ή πρωτοποριακά πράγματα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ειλικρινές, ξεκάθαρο NWOBHM, με όλα τα κλισέ που μπορεί να περιλαμβάνει ο ήχος, παιγμένο από τους μάστορες του είδους. Οι οπαδοί τόσο της μπάντας όσο και του ήχου θα κάνουν party, οι υπόλοιποι ας προσπεράσουν.