Γενικά τα one man band projects τα αντιμετωπίζω με εξαιρετικά μεγάλη επιφυλακτικότητα, καθώς θεωρώ ότι ο πλουραλισμός ιδεών που υπάρχει σε μία μπάντα – ακόμα και αν διαθέτει βασικό ή και μοναδικό συνθέτη – αποτελεί κινητήρια δύναμη. Σίγουρα υπάρχουν περιπτώσεις που ξεχωρίζουν (πχ. Burzum), όμως και αυτές είναι πάρα πολύ λίγες συγκριτικά με το συνολικό πλήθος τέτοιων σχημάτων. Περίοπτη θέση στην προτίμηση μου έχουν οι Saor, που παρά το γεγονός ότι δίνουν συναυλίες, σε επίπεδο studio παραμένουν one man band, καθώς όλα περνούν από τα χέρια και τις εμπνεύσεις του Andy Marshall. Σε όποιον δεν είναι οικείο το μουσικό ύφος τους, γενικά θα το χαρακτήριζα μοναδικό, καθώς συναντούμε έντονα folk στοιχεία, από συνθετικά μέρη μέχρι όργανα, έντονη κέλτικη ατμόσφαιρα, το pagan στοιχείο, τον progressive black metal ήχο, σκληρά αλλά και κάπως γεμάτα απελπισία φωνητικά, ambient στοιχεία, που ανά στιγμές κυριαρχούν και όλα αυτά αναμειγμένα με μαεστρικό τρόπο από τον Andy. Μέσα στην πολυπλοκότητα του, όλο αυτό που σας περιέγραψα, είναι εξαιρετικά απλό, καθώς είναι ξεκάθαρο πως δεν συμβαίνει επιτηδευμένα, αλλά αποτελεί πηγαία έμπνευση του δημιουργού του. Ένα στοιχείο σημαντικό για την εξέλιξη της κουβέντας, είναι το συναίσθημα που αναβλύζει σε κάθε νότα που ακούμε, στοιχείο που έχει πολύ εντονότερο στο “Forgotten Paths”.
Το “Forgotten Paths”, λοιπόν, αποτελεί την τέταρτη full length κυκλοφορία στην εξαετή ζωή των Saor. Από την πρώτη ακρόαση καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται αναμφίβολα για την καλύτερη και πιο προσεγμένη δουλειά τους μέχρι τώρα και ίσως να είναι αυτή που θα τους πάει στο επόμενο επίπεδο. Εναρκτήριο κομμάτι είναι το ομώνυμο“Forgotten Paths”, το οποίο κυριολεκτικά σε παίρνει από τα μούτρα. Οι κιθάρες όπως πάντα έχουν εμβληματικό ρόλο, είναι εξαιρετικά παιγμένες, με τα riffs να είναι μελωδικά, μελαγχολικά και ιδανικά για να ένα ταξίδι φαντασίας. Η guest εμφάνιση του Niege έρχεται να τονίσει την ονειρική ατμόσφαιρα του κομματιού, που παρά την μακρά του διάρκεια, σε καμία στιγμή δεν γίνεται μονότονο, καθώς τα θέματα εναλλάσσονται ταιριαστά και πολλές φορές, με το σωστό μέτρο, ώστε να μην γίνει φλύαρο. Στη θέση δύο του δίσκου, ακούμε το “Monadh”, το οποίο εισάγεται με ακουστική μελωδία, η οποία έχει ένα νοσταλγικό χρώμα, στην πορεία γίνεται το πιο όμορφο πέρασμα που έχω ακούσει από ακουστικό σε ηλεκτρικό μέρος. Η ακουστική κιθάρα μεταφέρεται στο βάθος με σωστό τρόπο, οι ηλεκτρικές βγαίνουν άψογα μπροστά και με την κατάληξη να είναι τρεις διαφορετικές μελωδίες, οι οποίες με την σειρά τους δίνουν μία νέα, με δική ξεχωριστή υπόσταση, προσφέροντας κάτι πραγματικά το μαγικό. Όπως και στον προκάτοχος του, έτσι και εδώ έχουμε ένα ακουστικό break συνοδευόμενο από φανταστικά τύμπανα (όλα τα τύμπανα παιγμένα από τον Ισπανό Carlos Vivas), το οποίο έρχεται να ενισχύσει την ατμόσφαιρας του κομματιού και να οδηγήσει ομαλά το κομμάτι σε νέα μονοπάτια.
Ακολούθως ακούμε το “Bròn”, το κομμάτι δηλαδή που βγήκε πρώτο στην δημοσιότητα για να αποτελέσει μία πρόγευση του album. Θα μπορούσα το πιο αδύναμο του δίσκου, μα θα το αδικούσα, καθώς παρ’ότι υστερεί συγκριτικά με τα άλλα δύο, αυτό δεν αλλάζει το ότι είναι ένα επίσης εξαιρετικό κομμάτι. Εδώ τα στοιχεία που ξεχωρίζουν είναι τα φωνητικά, του Andy είναι πιο βαριά και έχουμε την εξαιρετική ερμηνεία της Sophie Rogers. Οι γκάιντες γίνονται λίγο πιο έντονες από ό,τι στον υπόλοιπο δίσκο και το μεγάλο outro του τραγουδιού, εξυπηρετεί στο έπακρο τον σκοπό του, που δεν είναι άλλος από το να υπογραμμίσει την μελαγχολική ατμόσφαιρα του δίσκου. Ο επίλογος του δίσκου είναι ένα ορχηστρικό ακουστικό κομμάτι, συνοδευόμενο από τον ήχο των κυμάτων της θάλασσας. Είναι ένα τετράλεπτο outro, με τον ήχο του πιάνου της Glorya Lyr να δεσπόζει, σε ένα ιδανικό επίλογο. Προσέξτε όμως, μόνο του μπορεί να σας ακουστεί βαρετό είναι η αλήθεια, ακούγοντας όμως μέσα στο σύνολο του album, είναι πραγματικά ιδανικό κλείσιμο.
Εν κατακλείδι, μιλάμε για μία κυκλοφορία που μετά αυτή πιστεύω/ελπίζω πως τίποτα δε θα είναι ίδιο για τον Andy Marshall και την παρέα του. Αν κάτι μπορεί να σας ξενίσει στο δίσκο είναι τα φωνητικά, καθώς είναι εξόχως βαριά και σε δυσκολεύουν να ακούσεις λέξεις, όμως προσπάθησα να σκεφτώ τα τραγούδια με φωνητικά σαν αυτά του Keith των Cruachan και κατέληξα ότι θα ζημίωναν την ατμόσφαιρα του δίσκου. Μιας και ανέφερα τον Keith, θα κλείσω όπως άρχισα, με την μοναδικότητα του ήχου των Saor. To “Forgotten Paths” είναι ένας δίσκος που θα αρέσει εξίσου στους οπαδούς των Summoning, των Cruachan, οπαδούς μπαντών όπως οι Finntroll, αλλά και σε οπαδούς του αυθεντικού black metal ήχου. Πραγματικά δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη μπάντα που μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο. Αναμφίβολα, λοιπόν, μία από τις καλύτερες κυκλοφορίες του 2019 και ας είμαστε ακόμα στην αρχή του.